
Πρώτο βράδυ στην Τύνιδα. Λίγα νεύρα αν και η ταλαιπωρία που ζήσαμε θα δικαιολογούσε περισσότερα. Βλάσης και Τζίμης, όντας πιο αισιόδοξοι, μου μαζεύουν όσα περίσσια συναισθήματα θα ήθελα να εκδηλώσω.
Παραλαμβάνουμε τις κούτες με τα ποδήλατα με αρκετά σημάδια φθοράς, η δική μου σκισμένη, πρέπει να την αντικαταστήσω άμεσα. Κανείς δεν ζητάει συγνώμη, ούτε φυσικά για τις δύο ώρες αναμονής. Μας ζητούν να τις ξανανοίξουμε…Έξω μας περιμένει η επόμενη έκπληξη. Τα κουτιά δεν χωράνε στο βανάκι, φτάνουμε εν τέλει στο ξενοδοχείο σε δύο δόσεις και με ανοιχτό πορτ μπαγκάζ, πέντε ώρες μετά την άφιξή μας στο αεροδρόμιο.
Το ξενοδοχείο είναι όμορφο- παλιό αρχοντόσπιτο κάποιου επιφανούς Τυνήσιου. Δύο κάδρα στον τοίχο, η πρώτη φωτογραφία με τους άντρες, η δεύτερη και πιο μικρή με τις γυναίκες του τότε. Πρόσωπα σοβαρά μα αληθινά, όχι επιτηδευμένα.
Έχει σκοτεινιάσει. Ο Βλάσης κι εγώ αποφασίζουμε να πάμε για φαγητό. Περπατούμε για περίπου δεκαπέντε λεπτά. Τα σοκάκια της Μεντίνα, κάποια θεοσκότεινα και απομονωμένα, όλα όμως γεμάτα ακαθαρσίες και σκουπίδια, καθορίζουν και τον ακαθόριστο βηματισμό μας. Το φαγητό δεν λέει πολλά και σίγουρα δεν δικαιολογεί τα χρήματά του, ωστόσο αποδεικνύεται καθαρό και ασφαλές. Η επιστροφή επίσης, αν και εύκολα θα αποτελούσε σκηνικό από αρκετές ταινίες τρόμου. Το βράδυ μάς βρίσκει να ξεπακετάρουμε τα ποδήλατα και να συζητούμε τα πιθανά σενάρια για την επόμενη μέρα.















