Το οδοιπορικό που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2018. Λόγω φόρτου εργασίας, πέρασα αρκετό διάστημα απέχοντας από την ταξιδιωτική φωτογραφία. Το ταξίδι διήρκησε 9 ημέρες, για 1600 περίπου χιλιόμετρα. Πραγματοποιήθηκε σε μέρη τα οποία ως επί το πλείστον δεν είχα επισκεφθεί ποτέ μου, ορισμένα αρκετά τουριστικά, ωστόσο σε περίοδο ήπιας κίνησης. Μαζί με την παρέα μου επιλέξαμε επαρχιακούς δρόμους με απότομες εναλλαγές τοπίου και καιρικών συνθηκών. Η γενική εντύπωση που αποκόμισα ήταν θετικότατη, τόσο για το περιβάλλον, όσο και για την ανθρώπινη επέμβαση, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Η Πελοπόννησος έχει πολλά να αναδείξει και σίγουρα αποτελεί έναν από τους προορισμούς που θα πρότεινα στους περισσότερους. Ακολουθούν ορισμένες σύντομες σημειώσεις μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μαζί με φωτογραφικό υλικό. Καλή ανάγνωση.
1η ημέρα, Αθήνα -> Ναύπλιο
“«Τι θα πάρετε;» με ρωτά ο Νορμανδός chef Ζιλ. Τον αφήνω να αποφασίσει για μένα -σπάνια δείχνω τόση εμπιστοσύνη στην επιλογή του φαγητού, μιας και είμαι κατιτίς δύσκολος. Όμως είναι γνωστός της παρέας μου και το εστιατόριο έχει θετικές κριτικές. Βρισκόμαστε στο Τολό, την τελευταία στάση πριν το Ναύπλιο. Αρκετά τα χιλιόμετρα σήμερα, εμφανέστατα κουρασμένοι και πεινασμένοι, δίνουμε έμφαση στην κατά κίνηση παρά την καταστηματική μας ηδονή.”
Χρησιμοποιώντας την εθνική οδό μέχρι την Κόρινθο, κατευθυνθήκαμε προς Επίδαυρο. Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός και το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν η πρώτη μας φετινή βουτιά στη θάλασσα που απλωνόταν στ’ αριστερά μας. Φτάνοντας στον αρχαιολογικό χώρο συναντήσαμε πολλά λεωφορεία, group μαθητών και ξένων. Τα 12 ευρώ του εισιτηρίου δεν μας πτόησαν και προχωρήσαμε προς το θέατρο.
“Προσπαθώ να φωτογραφίσω το μεγαλοπρεπές και γεμάτο ιστορία θέατρο, αλλά ο έντονος ήλιος και η ώρα ξέρω πως δεν θα με αποζημιώσουν. Αλλάζω φακό ώστε να περιορίσω τις απότομες σκιές. Από μπροστά μου περνά ένας ηλικιωμένος και μου τραβά την περιέργεια.
«Είναι η πρώτη μου φορά στην Ελλάδα, ήρθαμε πριν λίγες ημέρες με το κρουαζιερόπλοιο. Κάνουμε γύρους στη Μεσόγειο, ξέρεις. Ναι, κατάγομαι από τις μεγάλες πεδιάδες στην Αμερική, πώς το κατάλαβες, από την προφορά μου; Δεν έχω όμως πια άλογα, μόνο το καπέλο μού έμεινε και οι μνήμες ενός γέρου. Είμαι στο τελευταίο στάδιο…Και ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα να επισκεφθώ τούτα τα μέρη της γης. Νιώθω πλέον ήρεμος.» Του ζητώ την άδεια να τον φωτογραφίσω και μοιάζει ιδιαίτερα κολακευμένος κι εγώ μπερδεμένος μιας και οι περισσότεροι ντρέπονται να σταθούν στον φακό προτού καν εξηγήσω τα κίνητρά μου.”
“Μετά την Επίδαυρο σειρά έχουν τα Δίδυμα και ο ένας από τους δύο κρατήρες που βρίσκονται έξω από το χωριό. Αστειεύομαι με την είσοδο και το ιδιαίτερα χαμηλό ταβάνι στο πέρασμα που οδηγεί στο εσωτερικό του, βγάζοντας κραυγές ως άλλο ζόμπι και προκαλώντας τα γέλια της παρέας μου, αλλά και κάποιας οικογένειας Γάλλων που τυχαίνει να βρίσκεται στο σημείο. Το μεσημέρι φτάνουμε στην Κόστα και παίρνουμε το οικονομικό και σχετικά γρήγορο express για τις Σπέτσες. Έχει τακτά δρομολόγια και κοστίζει πολύ πιο φθηνά σε σχέση με τα θαλάσσια ταξί.




Το λιμάνι είναι γραφικό με πολλά και όμορφα σπίτια, άμαξες με άλογα και πολύχρωμες βοκαμβίλιες.
Μου κάνει αρνητική εντύπωση η μόνιμη φασαρία από τα “βελτιωμένα” δίκυκλα και αναρωτιέμαι προς τι η αγόρευσή τους σε κύριο μεταφορικό μέσον. Εκπομπές αερίων εναντίον ηχορύπανσης γράψατε μηδέν εις το πηλίκον. Πού και πού περνούν κάποιοι ποδηλάτες και ανακουφίζομαι.
Πριν δύσει, παίρνουμε το καΐκι για την επιστροφή στην Κόστα. Από εκεί, τον δρόμο για το Τολό και εν τέλει το Ναύπλιο.
2η ημέρα, Ναύπλιο -> Καρυές
“Αγοράζουμε δυο σφολιατοειδή από τον απέναντι φούρνο και περπατούμε προς το λιμάνι. Εξίσου γραφικά σοκάκια με τις Σπέτσες, διακρίνω αρκετές ομοιότητες αν και μάλλον θα προτιμούσα (αισθητικά) εκείνα της δεύτερης. Φθάνοντας στο λιμάνι ξεπροβάλλουν άφθονα γιοτ και απορημένοι ξύνουμε το κεφάλι μας. Προσπαθώ να ρωτήσω μια κοπέλα από την εκδήλωση αλλά η απάντησή της είναι ξερή και η ίδια αγενής. Δεν απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους αλλά σε brokers. «Τί είναι οι brokers», με ρωτά η παρέα μου κι εγώ έντεχνα αποφεύγω να ανακαλέσω το παλαιότερο αντικείμενο της δουλειάς μου.
Η θερμοκρασία είναι κοντά στους 31 βαθμούς και συμφωνούμε πως θέλουμε να δροσιστούμε επειγόντως. Αφήνουμε το πολυπληθές Ναύπλιο. Η διαδρομή μέχρι και το Άστρος έχει αρκετά φωτογραφικά στοιχεία να δώσει.”
“«Γιατί δεν γράφεις;», με ρωτά. Έχω ξαπλώσει στην αγκαλιά της, ανάμεσα στο γυμνό της στέρνο και τα κατσαρά απ’ το αλάτι μαλλιά της. Κοιτάζω τα σύννεφα, τα χαζεύω σαν παραβγαίνουν το ένα το άλλο. Τα σύννεφα είναι σαν τα όνειρά μας- παίρνουν οποιαδήποτε μορφή θέλουν. Να, τώρα κοιτώ ένα πρόσωπο που έχει σχηματιστεί στην άκρη, με μπόλικες καμπύλες σαν σε πίνακα του Πικάσο ή του δικού μας Μυταρά. Λέω να το φωτογραφίσω μα με καταβάλλει μια ραθυμία και χουχουλιάζω ακόμη πιο έντονα στη γνώριμη αγκαλιά. Το πρώτο φετινό μπάνιο, ακούω χαρούμενος τα κύματα, μα πλέον δύναμαι να τσαλαβουτήξω στα καθαρά και ανοιξιάτικα νερά της.”
“Ανεβαίνουμε τον γκρεμό για να μπούμε στο αμάξι. Στα αριστερά, η αγαπημένη μου θάλασσα, δύσκολο να την αποχωριστώ, μα έχουμε αρκετό και δύσκολο δρόμο για τις Καρυές. Φθάνοντας στον υδροβιότοπο Μούστου συναντούμε τις πρώτες ψιχάλες. Λίγο παραπέρα, παίρνει το μάτι μου ένα κοπάδι προβάτων και τον βοσκό.
«Να πάτε στον Πλάτανο, είν’ το χωριό μου. Να τους πείτε πως σας στέλνω εγώ, να σας περιποιηθούν. Είναι πολύ όμορφο το χωριό μας. Εδώ όμως τα φέρνω για να φάνε. Τα ζωντανά. Για δες τα, τούτα δω τα μικρά πριν κάτι μέρες γίνανε. Να πάτε στον Πλάτανο, ακούς;»
Του απαντώ θετικά για μία ακόμη φορά. Ακολουθούμε την ανηφορική διαδρομή για Καστάνιτσα. Λίγο πριν φτάσουμε, επιχειρώ να ανέβω τον βράχο που βρίσκεται στα δεξιά μου. Μικρά, απότομα, με απολήξεις που κόβουν σαν μαχαίρια πετρώματα συνθέτουν τον ογκόλιθο που πολεμώ να φτάσω. «Μην κοιτάς κάτω, κοίτα μακριά. Μην κοιτάς ούτε μακριά, κλείσε τα μάτια. Βαθιά αναπνοή. Αφουγκράσου, εστίασε μόνο στην ακοή σου, τίποτε άλλο. Βαθιά αναπνοή…»
Λίγες γρατζουνιές και λεπτά αργότερα φτάνουμε στην Καστάνιτσα. Τα σπίτια και το περιβάλλον θυμίζουν κάτι από Πήλιο. Ο Πλάτανος απέχει απόσταση μισής ώρας περίπου. Ψιχαλίζει και ο ουρανός σιγά-σιγά σκοτεινιάζει. Νιώθουμε πως έχουμε λίγο χρόνο κατάλληλο για περιήγηση, οπότε επιλέγουμε το μονοπάτι προς το ποτάμι.
Οι ψιχάλες γίνονται στάλες και αποφασίζουμε την επιστροφή στο αυτοκίνητο και από εκεί πίσω για την Καστάνιτσα και τον δασικό δρόμο για Καρυές. Είναι ίσως η ωραιότερη διαδρομή του ταξιδιού. Μόνοι μας, παντελώς μόνοι μας, απολαμβάνουμε την ήπια βροχή, τα έλατα δεξιά και αριστερά μας, λίγο αργότερα το ηλιοβασίλεμα που αχνοφαίνεται στο βάθος.
3η ημέρα, Καρυές -> Νεάπολη
“Παίρνουμε το πλούσιο πρωινό που μας έχει ετοιμάσει η Μαρία, η ιδιοκτήτρια του ξενώνα. Μας κάνει παρέα ένα ζευγάρι Γερμανών. Ο Στέφανος, όπως μου συστήνεται σε σπαστά ελληνικά, είναι βοτανολόγος. Επισκέπτεται διάφορα μέρη της Ελλάδας κάθε άνοιξη, εδώ και τέσσερα χρόνια. «Η Ελλάδα είναι από τα τελευταία προπύργια της παραδοσιακής καλλιέργειας. Καταγράφω τις συνήθειες και τις μεθόδους των Ελλήνων αγροτών που συναντώ. Στη Γερμανία πλέον κάτι τέτοιο απλά δεν υφίσταται. Χρησιμοποιούν ζιζανιοκτόνα και βαριά χημικά σχεδόν το 100% των αγροτών. Σε όλη τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη συμβαίνει αυτό, όχι μόνο στη χώρα μου. Και δυστυχώς το ίδιο θα συμβεί και εδώ, εκτός αν γίνει κάποιο πολιτικό θαύμα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.»”
“Χαιρετίζουμε τη Μαρία που μας ξεπροβοδίζει από τον όμορφο ξενώνα. Μπαίνουμε για ένα μικρό κομμάτι σε αυτοκινητόδρομο και λίγο πριν τη Σπάρτη στρίβουμε αριστερά με κατεύθυνση το χωριό Γεράκι. Μου κάνει εντύπωση το σχολείο του και παίρνω την άδεια να βγάλω λίγες φωτογραφίες. Ο υποδιευθυντής του σχολείου μας ενημερώνει για την πρόσφατη ιστορία του κτηρίου, αλλά και του χωριού. Χαίρομαι που βλέπω τόσα παιδιά μέσα και έξω από τις αίθουσες. Τέτοιες εικόνες βεβαίως είναι η εξαίρεση και όχι πια ο κανόνας. Η αλήθεια είναι πως το μέλλον της επαρχίας και ειδικά του χωριού σαν έννοια μόνο δυσοίωνο μου φαίνεται. Στα περισσότερα οδοιπορικά μου διακρίνω όλο και λιγότερες “οάσεις ζωής” σαν αυτή στο Γεράκι. Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι πως ο θάνατος του χωριού δεν κάνει διακρίσεις σε όρους κάλλους ή ιστορίας. Σε πολλά από τα Ζαγοροχώρια ή τα Τζουμέρκα όπως και σε χωριά της Μάνης, χωριά που αντικειμενικά χαρακτηρίζονται από μεράκι, αρχιτεκτονική ή φυσικό κάλλος, συνάντησα μόνο ηλικιωμένους ή έρημα σπίτια που ανοίγουν πια αποκλειστικά σε γιορτές και καλοκαίρια. Η αποκέντρωση και η επαναφορά της ζωής στα χωριά φαντάζει σελίδα από μελλοντικό μυθιστόρημα, όπου φίλοι και γνωστοί επιχειρούν μεμονωμένα να αναβιώσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής σε εγκαταλελειμμένους τόπους.”
“Κάνουμε την επόμενη μικρή στάση στη Λιμνοθάλασσα Γέρακα, το φιόρδ στα «Λόγια της πλώρης» του Καρκαβίτσα.
Σε μισή ώρα βρισκόμαστε στη Μονεμβασιά. Αρχίζουν να πέφτουν σπασμωδικές ψιχάλες. Μια στάση στο σπίτι του Ρίτσου. Περπατούμε ανάμεσα στα σοκάκια καιρού επιτρέποντος και ανανεώνουμε το ραντεβού με τούτο το μοναδικής ομορφιάς μέρος για το προσεχές μέλλον.”
4η ημέρα Νεάπολη -> Καφιόνα
Πρώτη Μαΐου. Νωρίς το πρωί αφήσαμε τη Νεάπολη με πρώτη στάση το Γύθειο. Καθίσαμε σ’ ένα καφέ ώστε να αποθηκεύσω ηλεκτρονικά τις επιλεγμένες φωτογραφίες των τελευταίων δύο ημερών και ύστερα κάναμε μια μικρή βόλτα στην όμορφη κωμόπολη. Στόχος για εκείνη τη μέρα ήταν το δεύτερο πόδι με τελικό προορισμό το ακρωτήριο Ταίναρο. Πριν την Αρεόπολη, στρίψαμε δεξιά για το γραφικό Λιμένι. Ο ήλιος σχεδόν απαγορευτικός, η θάλασσα κρύα, μα πεντακάθαρη. Το δεύτερό μας μπάνιο.
“Λιμένι. Σπάνια γράφω για αρνητικές εμπειρίες μου όσον αφορά σε φαγητό, μιας και δεν είμαι ούτε ειδήμων, ούτε αυτό που ονομάζουμε καλοφαγάς. Στα υπόλοιπα μέρη, ωστόσο, του συνόλου της εστίασης θεωρώ πως δύναμαι να εκφράσω την προσωπική μου, εμπειρική άποψη. Διαλέξαμε την ‘ταβέρνα του Τάκη’ μετά από 2-3 συστάσεις. Περιμέναμε μισή ώρα να παραγγείλουμε. Μας αρνήθηκαν να αλλάξουμε τραπέζι σε πρώτη ευκαιρία παρόλο που υπήρχαν τέσσερα διαθέσιμα δίπλα μας και στην επόμενη ώρα το εστιατόριο είχε σχεδόν αδειάσει. Το προσωπικό ήταν βαριεστημένο έως αγενέστατο. Παρακαλέσαμε για λάδι, χαρτοπετσέτες, λεμόνι. 5 ευρώ το κουβέρ, 9 η χωριάτικη. Οι σαρδέλες ήρθαν στο πιάτο πεταμένες σαν αφηρημένη τέχνη.”
Φεύγοντας από το Λιμένι με ανάμεικτα συναισθήματα κατευθυνθήκαμε προς τον Γερολιμένα.
Στον δρόμο μας συναντήσαμε μικρούς οικισμούς ταιριαστούς σε ύφος και αρχιτεκτονική. Ο Γερολιμένας, σε αντιδιαστολή με το πολύβουο Λιμένι, μας έδωσε μια αίσθηση ηρεμίας. Κοντεύοντας προς το ηλιοβασίλεμα, συνειδητοποιήσαμε πως θα έπρεπε να διαλέξουμε μεταξύ του Ταίναρου και της Βάθειας. Λόγω αρκετού αέρα και υγρασίας, μείναμε να φωτογραφήσουμε την ευκολότερα προσιτή Βάθεια.
“Βάθεια. Έχουμε ανέβει στο απέναντι βουνό για να φωτογραφίσουμε το εγκαταλελειμμένο χωριό μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Ο καιρός φαίνεται να μη μας κάνει το χατίρι -αρκετή υγρασία και αδιάφορος ουρανός. «Πάει ο Μόρτης…(το αμάξι μας)», μου λέει με παράπονο. Της σφίγγω το χέρι και δοκιμάζω τις αντοχές μας στην υψοφοβία, στρίβοντας το τιμόνι δυο-τρεις φορές προς τον γκρεμό. Ο φόβος θέλει τόλμη, μα και τρέλα, εμπαιγμό. Φτάνουμε εν τέλει στην κορυφή, αφού προσπερνούμε αρκετά βόδια που φαίνεται να επιστρέφουν μόνα τους στις στάνες. Για το υπόλοιπο μισάωρο χαζεύουμε το ηλιοβασίλεμα κι εγώ πατώ ενίοτε το κλείστρο μέχρι που αποδέχομαι τη φωτογραφική μου ήττα. Οι περισσότερο αναγνωρισμένοι φωτογράφοι τοπίων είναι εκείνοι που ζουν στους τόπους που φωτογραφίζουν. Έτσι στην ταξιδιωτική φωτογραφία χρειάζεται και τύχη ώστε να αποδώσεις το εκάστοτε τοπίο στην καλύτερη στιγμή του.”
“Η νύχτα έχει απλωθεί στη θάλασσα μπροστά μας. Μπαίνουμε στο αμάξι και αφού κατεβαίνουμε προσεκτικά την κατηφόρα, παίρνουμε τον δρόμο για τον ξενώνα. Οδηγούμε σχεδόν μόνοι μας. Στο ραδιόφωνο παίζει prodigy, ratm, System. Κοπανιέμαι σαν δεκαεξάχρονος γεμάτος ορμόνες και αντίδραση. Η παρέα μου γελά και με τραβάει βίντεο. Ο ξενώνας βρίσκεται ακριβώς πάνω στον δρόμο. Είμαστε ολομόναχοι, ούτε η ιδιοκτήτρια δεν κοιμάται εκεί. Αφήνω ανοικτό το παράθυρο. Η θάλασσα, αν και μακριά, καταφέρνει με τόση ησυχία να ακουστεί. Δυο τριζόνια μάχονται στο τραγούδι, δύο σώματα στο δωμάτιο. Το καλοκαίρι έχει για τα καλά πια φτάσει.”
5η ημέρα, Καφιόνα -> Καλαμάτα
Η σημερινή διαδρομή ήταν η μικρότερη έως τώρα. Σε κάθε ταξίδι άλλωστε επιχειρώ να κρατήσω μία ή δύο ημέρες επιεικείς για τα μάτια και τις αντοχές μου. Στην Αρεόπολη κάναμε την πρώτη μας στάση. Μία αδέσποτη γερμανική ποιμενικίνα μας συνάντησε στην είσοδο του χωριού και μέχρι που επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο δεν έφυγε από κοντά μας. Ήταν μάλιστα η ξεναγός μας, περισσότερο ακολουθούσαμε εμείς εκείνη, παρά αυτή εμάς. Το χωριό διαθέτει ένα μικρό γραφικό κομμάτι με χώρους εστίασης και καφέ. Κάτι που μου έκανε καλή εντύπωση ήταν το σχολείο, πετρόχτιστο και με σύγχρονους χώρους άθλησης.
Η επόμενη στάση πραγματοποιήθηκε στην Καρδαμύλη. Εξίσου όμορφο χωριό, αρκετοί οι ξένοι τουρίστες.
Μετά από ένα σύντομο γεύμα καταλήξαμε στην παραλία του Φονέα, ίσως στην καλύτερη στιγμή της. Ένα ή δύο ζευγάρια κι εμείς, τα νερά πεντακάθαρα. Για τέσσερις ώρες προσπαθούσαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας να συνεχίσουμε το ταξίδι. Μάταια.
“Καλαμάτα. Βρισκόμαστε στο δωμάτιο το οποίο πρόκειται να κοιμηθούμε. Γελούμε ακατάπαυστα -είναι πολύ όμορφο και καθαρό, όμως το ταβάνι είναι τόσο χαμηλό που λυγίζω τα γόνατα για να σταθώ. Ευτυχώς τα πάω καλά με την κλειστοφοβία. Λίγο αργότερα περπατούμε στο κέντρο. Αρκετός κόσμος, έχει καλοκαιριάσει και όλοι μοιάζουν χαλαροί και ήρεμοι. Ωραίο φαγητό, παγωτό, περπάτημα στο λιμάνι.”




6η ημέρα, Καλαμάτα -> Θολό
“Καθόμαστε για φαγητό στη Γιάλοβα. Είναι αργά και είμαστε αρκετά κουρασμένοι, μα καλοδιάθετοι. Ειδικά για μένα ήταν μια γεμάτη φωτογραφικά ημέρα. Ένα χελιδόνι περνά ακριβώς από μπροστά μου και τα μάτια μου το ακολουθούν μέχρι τη φωλιά που βρίσκεται στην απέναντι γωνία. Ταΐζει ταχύρρυθμα τα μικρά του και κάπως φοβισμένο πετά ξανά, μέχρι το καλώδιο.


Το φαγητό είναι πολύ νόστιμο. Πιάνουμε κουβέντα με την κοπέλα που μας σερβίρει. «Ετοιμαζόμαστε για τη σεζόν, αλλά και για μεθαύριο. Όλη η παραλία που βλέπετε θα είναι κλεισμένη από μία μεγάλη εταιρία του εξωτερικού. Το ίδιο κάναν και πέρυσι. Φοβόμαστε για τον καιρό βέβαια. Αν το πάει για βροχή δεν θα μπορέσουμε να εξυπηρετήσουμε τόσο κόσμο. Όχι εμείς, όλα τα εστιατόρια της παραλίας. Ας ελπίσουμε να πάνε όλα καλά.»
Ο καιρός φάνηκε ότι αλλάζει από το πρωί, συννεφιασμένος στα περισσότερα τμήματα της διαδρομής. Αφήσαμε την Καλαμάτα και έπειτα από μια μικρή στάση στη Μεσσήνη, κατευθυνθήκαμε προς Βοΐδοκοιλιά στοχεύοντας για το τέταρτο μπάνιο του ταξιδιού. Το κομμάτι από Μεσσήνη μέχρι Βελίκα ήταν πολύ ενδιαφέρον φωτογραφικά. Μπόλικοι οι πλανόδιοι πωλητές φρούτων και κυρίως εσπεριδοειδών.
“Λίγο πριν το χωριό Χαραυγή (τι όμορφο όνομα!) συναντώ την κυρία της φωτογραφίας.
Παρατηρώ σε όλο το ταξίδι πολλά οικόσιτα ζώα απομακρυσμένα από τον οίκο τους, σε κάποιο λιβάδι, χωράφι με ελιές, δίπλα σε ένα μισοτελειωμένο δώμα. Πάντα αλυσοδεμένα, με εντυπωσιάζει με πόση εμπιστοσύνη με πλησιάζουν και με αφήνουν να τα χαϊδέψω. Σαν προσπαθώ να φτιάξω το φωτογραφικό μου κάδρο, περπατούν και αυτά δίπλα μου, βγάζουν χαρούμενους ή θλιμμένους ήχους, δεν έχω ακόμη κατασταλάξει. Οι επαναλαμβανόμενες τούτες εικόνες με κάνουν όλο και πιο σίγουρο πως τα οικόσιτα ζώα έχουν πολλή περισσότερη νόηση ή ψυχή από όση τους αποδίδουμε. Νιώθω τη σχεδόν μόνιμη μοναξιά τους, τον αγώνα τους με τα ενοχλητικά έντομα, με την αλυσίδα που τους επιτρέπει λίγα τετραγωνικά μέτρα ελευθερίας. Υποπτεύομαι πως μόλις βρω τον απαραίτητο χρόνο, μία ολοκληρωμένη φωτογραφική σειρά θα δημιουργηθεί.”
Επόμενη στάση ήταν το Πολυλίμνιο. Δεν ήταν στα αρχικά πλάνα μου, μιας και υπολόγιζα να δω τους καταρράκτες της Νέδας. Με μια πιο ενδελεχή έρευνα ωστόσο, καταλήξαμε πως ήταν αρκετά απαιτητική η διαδρομή για το αυτοκίνητο και τους χρόνους μας. Έτσι ως καλύτερη εναλλακτική φάνταζε το Πολυλίμνιο. Και ήταν.


“Οι περισσότες πέτρες γλιστρούν και θέλει καλά παπούτσια. Τα δικά μου κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι. Συνηθίζω να καταβάλλομαι από συναισθηματικό δέσιμο με ορισμένα αντικείμενα ενώ δεν θα ’πρεπε. Ξέρω πως είναι απλά αντικείμενα, τίποτε περισσότερο. Το τι αντιπροσωπεύουν είναι φυσικά το στοιχείο που με κάνει συναισθηματικό μαζί τους. Όπως όταν άφησα την πρώτη μου μοτοσυκλέτα για την επόμενη, έτσι αφήνω και τούτα τα παπούτσια που με τράβηξαν σε τόσα διαφορετικά μέρη για τα επόμενα. Στον μεγάλο καταρράκτη βρίσκουμε 3-4 οικογένειες Ολλανδών και Γάλλων. Τα παιδιά μοιάζουν εκστασιασμένα, τα βλέπω να πηγαίνουν πάνω κάτω στους γλιστερούς βράχους κάτω από την απόλυτη ελευθερία των γονιών τους. Ένα φαινόμενο που πολύ δύσκολα θα συναντούσε κανείς σε ελληνική οικογένεια.”
“Φτάνοντας στη Βοϊδοκοιλιά ο αέρας είναι τόσο έντονος που δυσκολεύομαι να κοιτάξω μπροστά. Μια ξεχασμένη πολυθρόνα στην απόληξη του καναλιού, λίγα μέτρα από τη θάλασσα.
Ελάχιστοι άνθρωποι στην μακρόσυρτη, ελλειπτική παραλία, όλοι τους ξένοι τουρίστες. Διακρίνω συχνά τα ίδια πρόσωπα με τις προηγούμενες στάσεις του ταξιδιού. «Γεια χαρά συνταξιδιώτες!», χαιρετίζω μια οικογένεια Ολλανδών και το στόμα μου γεμίζει αμέτρητους κόκκους αμμοθύελλας. Μειδιάζω σκεπτόμενος το παράδειγμα του Αρκεσίλαου και την τόσο ζωντανή αίσθηση της άμμου. Αρκούμαστε σε μία μικρή βόλτα, βγάζω κάποιες φωτογραφίες και επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο με προορισμό τη Γιάλοβα.





Κατόπιν του φαγητού, ακολουθούμε τα σύννεφα (ή εκείνα ακολουθούν εμάς) προς τα Φιλιατρά. Εξακολουθώ να βρίσκω ενδιαφέρουσες εικόνες στη διαδρομή μέχρι το περίφημο κάστρο.”
“Και τι δεν θα ’δινα να ’μουν τώρα παιδί. Πόση εντύπωση να μου έκανε άραγε τούτο το κιτς μα καθ’ όλα ιδιόμορφο κάστρο; Η εξίσου ιδιαίτερη γειτόνισσα μάς πληροφορεί για την κατάστασή του. «Είναι σπίτι τώρα, δεν δέχεται πια επισκέψεις. Εμείς χτίσαμε πριν γίνει το κάστρο βέβαια, αλλά δεν μας έδωσε κανείς σημασία. Και για το χωράφι τι να σου πω! Ξέρεις κανονικά ποιου ήταν; Άστα να μη στα λέω…Ε λοιπόν θα στα πω….” Έντεχνα ελίσσομαι της συζήτησης και βγάζω κάποιες φωτογραφίες. Δεν ξέρω αν υπάρχει ανθρώπινη ζωή ακόμη, μα ζωή υπάρχει. Δεκάδες χελιδόνια, δεκαοχτούρες και περιστέρια συναγωνίζονται από πάνω μας με τις φωλιές τους στα πιο ευφάνταστα σημεία.”
7η ημέρα, Θολό -> Αρχαία Ολυμπία
“Αρχαία Ολυμπία, απόγευμα. Έχουμε τελειώσει το νόστιμο και οικονομικότατο φαγητό στην ταβέρνα «Συμπόσιο» και κατευθυνόμαστε προς τον αρχαιολογικό χώρο.
Σπανίως ενθουσιάζομαι με παρόμοιους χώρους ή μουσεία. Σε ό,τι αφορά ειδικά την Κλασσική εποχή, στέκομαι περισσότερο σε πτυχές της κοινωνικής ζωής, των ηθικών δομών και της ασύλληπτου εύρους παρακαταθήκης σε γραφή, φυσικές και πολιτικές επιστήμες. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μνημεία όπως ο Παρθενώνας, αγάλματα όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι σαφέστατα μοναδικά, μα για μένα μη συγκρίσιμα με τα συγγράμματα του Ομήρου ή τη φιλοσοφία ζωής του Επίκουρου. Όσον ενδέχεται αθανατίζειν. Σε κάθε περίπτωση ήθελα εδώ και καιρό να επισκεφθώ τον χώρο και ειδικά το αρχαίο στάδιο. Δυστυχώς (ή ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, έστω φωτογραφικά) δεν προλαβαίνουμε να εισέλθουμε εγκαίρως και αναβάλλουμε την επίσκεψή μας για το επόμενο ξημέρωμα.”
Η σημερινή διαδρομή ήταν εύκολη και απλή, με μεγάλες ευθείες και λίγα σχετικά χιλιόμετρα. Η πρώτη στάση πραγματοποιήθηκε στη λίμνη του Καϊάφα.
“Κάνουμε δεξιά στο νησάκι που βρίσκεται μέσα στη λίμνη. Η πινακίδα γράφει ‘προς λουτρά’ και τα σημάδια εγκατάλειψης μου κινούν την περιέργεια. Διακρίνουμε κάποιες φιγούρες στο βάθος και προχωρούμε προς τα εμφανώς παραμελημένα κτήρια.
Όπως πληροφορούμαστε αργότερα, το νησί φιλοξενούσε μέχρι πριν το 2010 πολλαπλάσιο αριθμό πελατών. Η σημερινή εικόνα είναι απογοητευτική. Σπασμένα παράθυρα, σκουριασμένα κρεβάτια, ένα κτήριο έχει απολύτως καταληφθεί από βλάστηση. Μόνο δύο από τα οικοδομήματα φαίνεται να λειτουργούν για το κοινό. «Ο κόσμος δεν έχει πια χρήματα να έρθει, πόσο μάλλον να μείνει. Είναι οι συντάξεις τόσο κουρεμένες πια που δεν επαρκούν για τέτοιου είδους πολυτέλειες. Κάποτε έδιναν και επίδομα, τώρα τα έκοψαν κι αυτά.»


Αφήνουμε τη λίμνη και περνούμε για λίγο απέναντι του δρόμου για να συναντήσουμε τη θάλασσα. Ο άνεμος την έχει για τα καλά αγριέψει, δεν υπάρχει ψυχή για όσο χάνεται το μάτι μου. Συνεχίζουμε προς Πύργο για κάποιες προμήθειες και να γυρίσουμε λίγο την πόλη. Μιλώ με περαστικούς, ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων. Όλοι τους είναι φιλικοί και εξυπηρετικοί. Ο νεαρός που μας σερβίρει κατάγεται από την Αθήνα. «Είχα φοβηθεί λίγο να σου πω την αλήθεια. Τελικά ήρθα για σπουδές και δεν το μετανιώνω καθόλου. Έχει ζωή και περνάω μια χαρά.»
Μετά τον Πύργο, κατευθυνόμαστε βόρεια της Αμαλιάδας. Σε μια στιγμή διακρίνω στα δεξιά του δρόμου ένα όμορφο στιγμιότυπο.
Σταματώ και παίρνω τη φωτογραφική μου. Ξεκινώ συζήτηση με τον ιδιοκτήτη. «Σανό είναι. Μετράω τη θερμοκρασία για να δω την εξέλιξή τους. Άλλ’ αντ’ άλλων όμως. Να, αυτό γράφει 27 βαθμούς, στο προηγούμενο έλεγε 14… Κάθε μπάλα που βλέπεις τη δίνω για 30 ευρώ.»
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας, αυτή τη φορά προς τα πίσω και την Αρχαία Ολυμπία.
Ενώ πηγαίνω με 90, μια διπλή νταλίκα με προσπερνά, αφού έχει κολλήσει από πίσω αναβοσβήνοντας μανιωδώς τα φώτα… Διακρίνω ιδιαίτερη ανυπομονησία σε όλο το κομμάτι Πύργου-Αμαλιάδας.”
8η ημέρα, Αρχαία Ολυμπία -> Βαλτεσινίκο
“Βαδίζουμε από τον ξενώνα στον αρχαιολογικό χώρο κρατώντας το πρωϊνό μας, δέκα λεπτών περίπου απόσταση.
Υπάρχουν αρκετά group, ξένων και πάλι τουριστών. Περπατούμε στον χώρο χωρίς ιδιαίτερες στάσεις με κατεύθυνση το στάδιο. Μια ξεναγός πληροφορεί κάποιους Αμερικάνους σχετικά κι εγώ αρχίζω να ανεβαίνω τον λόφο για να απαθανατίσω τη στιγμή που βλέπω να εξελίσσεται μπροστά μου. Ένα-δύο κλικ κι έπειτα το στάδιο κατακλύζεται από κόσμο. «Το ’χω…», δείχνω με ένα νεύμα αυτοπεποίθησης στην παρέα μου και κλείνω την κάμερα.”
“Λαγκάδια. Δεύτερη στάση μετά τα Τρόπαια. Η διαδρομη Ολυμπία-Τρόπαια πέρασε σχεδόν αδιάφορα με πολλές κακοτεχνίες και αρκετά σκουπίδια. Η υπόλοιπη διαδρομή ήταν καλύτερη κι εδώ το χωριό είναι παραδοσιακό, όμορφο.
Στο καφέ πιάνω συζήτηση με τον σερβιτόρο, ετών 22. «Μόνιμοι κάτοικοι φαντάσου γύρω στους 200, με μέσο όρο τα 75. Δέκα παιδιά στην ηλικία μου, οι περισσότεροι έχουν φύγει για τις πόλεις. Κι εγώ θέλω να φύγω. Το χωριό είναι ωραίο, αλλά δύσβατο και δεν υπάρχει ζωή. Αναγκάζομαι να επιλέγω την Τρίπολη, εξήντα χιλιόμετρα μακριά για την έξοδό μου.»
Από τα Τρόπαια συνεχίζουμε την ορεινή διαδρομή για το Βαλτεσινίκο. Για τα υπόλοιπα χιλιόμετρα το μόνο που συναντούμε είναι δύο-τρία σπίτια και ελατόδασος.
Η βροχή ανεβάζει ένταση, η θερμοκρασία στους 13 βαθμούς. Το χωριό είναι όμορφο, αποτέλεσε και πρότυπο πριν μερικά χρόνια. Το σχολείο πέτρινο και επιβλητικό, τα περισσότερα σπίτια και οι επτά ξενώνες εξίσου. Τρώμε στον ‘Βασιλικό’ νόστιμα και οικονομικά. Αργότερα καθώς περπατούμε για να χωνέψουμε, έρχονται στα αυτιά μας μελωδίες παραδοσιακών χορών. Το αρχοντικό που συναντούμε είναι η έδρα του πολιτιστικού συλλόγου, αλλά και της χορευτικής ομάδας ‘Χορεσίβιος’. Ανοίγω συζήτηση με τη δασκάλα. «Έχουμε μάθημα κάθε Σάββατο, έρχομαι από Τρίπολη και τους κάνω. Είναι ωραίο το χωριό, αλλά προτιμώ την πόλη. Καταλαβαίνεις. Και με τη δουλειά μου αναγκάζομαι να κάνω σχεδόν καθημερινά πολλά χιλιόμετρα…»
9η ημέρα, Βαλτεσινίκο -> Αθήνα
“Τελευταία μέρα του οδοιπορικού. Ο καιρός δείχνει εξαιρετικός, κανένα σημάδι για το τι θα ακολουθήσει. Η Αφροδίτη μας ξεπροβοδίζει από τον ξενώνα έπειτα από ένα πλούσιο πρωινό. Αφήνουμε το Βαλτεσινίκο και κατευθυνόμαστε προς Δημητσάνα. Πλήθος έλατων δεξιά και αριστερά του δρόμου.
Η Δημητσάνα παρότι γραφική δεν θα ήταν στις επόμενες επιλογές μου.
Προτιμώ λιγότερο τουριστικά χωριά όπως εκείνα της προηγούμενης ημέρας. Το μουσείο υδροκίνησης μας άφησε ωστόσο απόλυτα ικανοποιημένους. Ο δρόμος μέχρι τη μονή Φιλοσόφου όχι τόσο. Είναι γεμάτος λακκούβες και χρειάζεται αρκετή προσοχή και χρόνο. Φτάνοντας στη Μονή αρχίζει να βρέχει. Τα σχέδιά μας για τον Λούσιο πάνε περίπατο και η βροχή γίνεται μπόρα χωρίς σταματημό. Περιμένουμε ευλαβικά μέσα στο εκκλησάκι μαζί με τρία άλλα ζευγάρια. Στην πρώτη ευκαιρία μπαίνουμε στα αυτοκίνητα και παίρνουμε τον πολύ στενό μα με καλή άσφαλτο περιφερειακό δρόμο προς Ζάτουνα και από εκεί πίσω στη Δημητσάνα…”
Ήταν και η τελευταία φωτογραφία του ταξιδιού, μιας και συνάντησα μία από τις εντονότερες βροχοπτώσεις στη ζωή μου. Κάπου εδώ γράφω πάντα τον επίλογο του οδοιπορικού, τι αίσθηση μου άφησε κτλ. Οι όμορφες εικόνες που περίμενα ήρθαν, φωτογραφικά, αλλά και προσωπικά και νιώθω ιδιαίτερα ικανοποιημένος και χαρούμενος αντίστοιχα. Από την άλλη, συνεχίζει μέσα μου μία ανάγκη να εκφράσω την απαισιοδοξία μου για τον μέλλον του χωριού ως έννοια. Δεν πιστεύω άλλωστε πως είναι ένα ζήτημα απλό για να το προσπεράσω, αλλά από εκείνα που χρειάζονται διάλογο και λύση. Το χωριό αποτέλεσε για χιλιάδες χρόνια μία αξία, από πολλές πλευρές, ειδικά στον ελλαδικό χώρο. Όπως έχω γράψει στο παρελθόν, δεν είμαι υπέρ τόσο των εθίμων αλλά των αξιών εκείνων που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τον όρο χωριό, φυσικό τοπίο, οικογένεια με την ευρύτερη, μα όχι χαοτική, έννοια. Στις συζητήσεις μου με ορισμένους κατοίκους των χωριών αυτών, προσπάθησα να μοιραστώ τον προβληματισμό μου. Κάποιοι συμφωνούσαν, στενάχωρα ή κυνικά, άλλοι απέφευγαν με τρόπο την κουβέντα αλλάζοντας το θέμα. Προσωπικά, θεωρώ ότι τούτο το οδοιπορικό αποτελεί εκτός απροόπτου και το τελευταίο μου στην Ελλάδα, τουλάχιστον για την ώρα. Πριν αναφωνήσω κι εγώ το «Ουκέτι καιρός» του Μιλήσιου. Χαίρετε.