Τον χειμώνα του 2013 βρέθηκα άνεργος, όντας στο εξωτερικό. Σκεπτόμενος αισιόδοξα ως προς την ανεύρεση της επόμενης επαγγελματικής στέγης, αποφάσισα να ξεκουραστώ για λίγο διάστημα. Το χρειαζόμουν, έπειτα από αρκετά χρόνια δοκιμασίας, σπουδών, νέας γλώσσας και περιβάλλοντος. “Ενδείκνυται ένα ταξίδι”, είπα μέσα μου και σιγά σιγά βάλθηκα να καταστρώνω το πολυαναμενόμενο σχέδιό μου. Κάποιες πρώιμες σκέψεις για την Λατινική Αμερική με πίεζαν ως προς τον χρόνο και το κόστος. Δεν ήμουν ακόμη έτοιμος. Την ίδια στιγμή στο ραδιόφωνο άκουσα τον εκφωνητή να αναφέρεται στις λίμνες της Βόρειας Ελλάδας. “Αυτό είναι!”, ανασηκώθηκα και επι τόπου στρώθηκα στον σχεδιασμό του εν λόγω οδοιπορικού με βάση κάποιες από τις σπουδαιότερες λίμνες της Β.Ε. Ακολουθούν ορισμένες σύντομες σημειώσεις μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μαζί με φωτογραφικό υλικό. Καλή ανάγνωση.
1η μέρα Λίμνη Πολυφύτου
«…Τσεκάρω την τελευταία λέξη της λίστας μου. Έχω πακετάρει και μεταφέρει τα πράγματα στο αυτοκίνητο. Συλλογίζομαι πόσο εύκολη είναι αυτή η διαδικασία για κάποιον που είχε συνηθίσει τα ταξίδια με μοτοσυκλέτα. Χαμόγελο και πίκρα την ίδια κιόλας στιγμή. Απλώνω το χέρι για τα cds. Πλέον δεν χρειάζεται να τραγουδώ μέσα απ’ το κράνος- κάποτε απαραίτητη συντροφιά στις μεγάλες ευθείες.»
«…ο δρόμος μέχρι τη Λάρισα μου είναι οικείος. Πρώτη στάση στη Στυλίδα να ξεπιαστώ. Μπαίνω στο αμάξι και κατευθύνομαι προς το κέντρο της Λάρισας. Δεν συναντώ δυσκολίες παρά μόνο κάποια έργα στην έξοδο. Ανεβαίνω σιγά σιγά την οροσειρά, αφήνω τον Τύρναβο, την Ελασσόνα, το τοπίο αλλάζει, η θερμοκρασία πέφτει κάτω από το μηδέν, συνθέσεις φθινοπωρινών χρωμάτων και ομίχλη με κάνουν να χαμηλώσω ταχύτητα. Το οδόστρωμα αξιόλογο, σταματώ να φωτογραφίσω τους μπλε κορμούς που συναντώ μπροστά μου. Ο Βελβεντός δεν απέχει πολύ πλέον. Λίγο πριν τη γέφυρα της λίμνης Πολυφύτου, στρίβω δεξιά. Απομένουν 5 με 10 χιλιόμετρα. Είναι γύρω στις 15.30, σταματώ σ’ ένα ψιλικατζίδικο να πάρω τις τελευταίες οδηγίες προς τον ξενώνα «9 μούσες». Παρκάρω δίπλα, η πόρτα ανοικτή, αλλά κανείς μέσα. Καλώ στο τηλέφωνο, καμιά απάντηση. Περιμένω. Περνάει ένα μισάωρο και εν τέλει συνεννοούμαι- μετά από λίγη ώρα καταφθάνει η υπεύθυνη. Το δωμάτιο δεν είναι έτοιμο και κάπως έτσι αποφασίζω να τριγυρίσω στο χωριό. Αργότερα το απόγευμα οδηγούμαι προς την ταβέρνα «Εν βελβεντώ». Πιάνω μια μικρή συζήτηση, περί ‘Καποδίστρια’, μιας και έχω συναντήσει διάφορα πανό στα γύρω σοκάκια. Υποστηρίζουν πως ο νέος δήμος μεριμνεί πλέον για άλλα χωριά, όχι για το δικό τους. Το φαγητό νόστιμο και οικονομικό, αφήνω 8 ευρώ και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο…»
2η μέρα- Βεγορίτιδα και Άγρα
«Σηκώνομαι πριν χαράξει. Tο δωμάτιο κρύο, το air condition δεν είναι αρκετό… Βάζω τη φόρμα και ξεκινώ ένα γρήγορο περπάτημα-τρέξιμο πέριξ του χωριού. Στο βάθος ξεπροβάλλουν τα Πιέρια Όρη- ορισμένα σημεία τους είναι καλυμμένα με πελώρια σύννεφα. Έχει ξημερώσει και σιγά σιγά ξεμυτίζουν μικρές φιγούρες με σάκες στις πλάτες τους, ακούω το κουδούνι και την καμπάνα της εκκλησίας.»
«Βάζω μπροστά και περιμένω να λιώσει ο πάγος στα παράθυρα της Corola. Λίγο έξω από το χωριό ο ήλιος φαίνεται να ξεπηδά. Κάνω να περάσω τη γέφυρα, μα το μάτι μου πιάνει μερικούς πελεκάνους δεξιά, στο βάθος. Αναστροφή και αφήνω το αυτοκίνητο πίσω από την εκκλησία. Περπατώ ανάμεσα σε γρασίδι και λάσπες. Σε κάθε μου βήμα, ένας πελεκάνος κρίνει πως δεν του είμαι γνώριμος και πετά μακριά…»
«Περνώ τη γέφυρα. Αντιλαμβάνομαι πως οι λίμνες που θα συναντήσω όπως και αυτή είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι τις φανταζόμουν. Συνεχίζω το δρόμο μου, περνώντας έξω από την Κοζάνη. Ομίχλη, τα τζάμια έχουν θαμπώσει. Πάλι 3-4 βαθμούς κάτω από το μηδέν, ο δρόμος πάντως καλός και γω στα περισσότερα κομμάτια να ταξιδεύω μόνος. Σε λίγο διακρίνω τα φουγάρα της ΔΕΗ στο Μαυροδέντρι, στην Πτολεμαΐδα, ο ουρανός καλυμμένος από μαύρα σύννεφα. Νέα χωριά προς μεταφορά, νέοι άνθρωποι προς μετοίκηση. Οι περισσότεροι από αυτούς, πρόσφυγες από τον Πόντο, αναγκάζονται για μια ακόμη φορά να αφήσουν τον τόπο τους.
Κατευθύνομαι προς Άρνισσα, στο αριστερό μου χέρι η Βεγορίτιδα.
Μπαίνω στο χωριό και ρωτάω πως θα πάω στη λίμνη Πετρών. Με συμβουλεύουν να σταματήσω στον Άγιο Παντελεήμονα και από εκεί να ρωτήσω. Ο δρόμος που με οδηγεί στο χωριό είναι κατά βάση παραλιακός. Σε κάποιο σημείο αντικρίζω δύο βοσκούς, μ’ ένα τουφέκι στο χέρι ο καθένας, λέω να σταματήσω, τελικά δεν το κάνω και καταλήγω στην είσοδο του χωριού. Η λίμνη βρίσκεται πια στα αριστερά μου. Αφήνω το αυτοκίνητο και κατηφορίζω, αυτή τη φορά κρατώντας τη μηχανή στα χεριά μου.
Κάθομαι λίγο στον ήλιο, να τον απολαύσω, συνειδητοποιώ πόσο ζεστός είναι ο ήλιος στην Ελλάδα, κι ας είναι Δεκέμβρης. Συναντώ διάφορες πεζούλες-αναχώματα και ψαράδες που έχουν μόλις ξεκινήσει να ξεδιαλύνουν τα ψάρια από τα δίχτυα τους.
Τους χαζεύω μέχρι να τελειώσουν ύστερα πιάνω κουβέντα με έναν συνομήλικό μου. Μου μιλάει αρκετά ανοιχτά, μου λέει για τις άσχημες συνήθειες άλλων ψαράδων, περίοικων, χρήματος. Για τους οικογενειακούς δεσμούς που όλο και φθείρουν. Συμφωνώ και αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο μας είναι να καταλάβουμε ότι αυτό που μετρά περισσότερο είναι να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, ειδικά τώρα. Παρ’ όλα αυτά δεν χάνει τις ελπίδες του, έχει νέες ιδέες αξιοποίησης του τόπου του- αλλά αν δεν έχεις άλλους να σε συμμερίζονται;
Τον αφήνω, χαιρετώ αυτόν και τους γύρω του και κάνω δεύτερες σκέψεις για τη λίμνη Πετρών. Έχει περάσει η ώρα… Επιλέγω να μην κάνω τον γύρο και να κατευθυνθώ προς εκείνη του Άγρα και τον τελικό μου προορισμό, την Έδεσσα. Στο δρόμο έξω από το χωριό συναντώ τον ίδιο βοσκό με πριν. Αποφασίζω να χαμηλώσω το τζάμι και να ανοίξω συζήτηση, η οποία συνεχίζεται για τα επόμενα 500 μέτρα, εγώ με πρώτη ταχύτητα, εκείνος περπατώντας στον δρόμο, ακολουθώντας τα αιγοπρόβατα που βόσκουν έξω από τη μπάρα, δίπλα στον γκρεμό.»
– “Προτιμάς τα πρόβατα ή τα κατσίκια;”
– “Κανένα τους! Μου ‘φάγαν τη ζωή και τα δυο τους,” μου λέει…”24 ώρες το 24ωρο θέλουν την προσοχή μου, ζωή είν’ τούτη;”
– “Και το τουφέκι; Τι το ‘χεις;”
– “Για τους λύκους και τις αρκούδες” και μου δείχνει με το χέρι του τα βουνά που βρίσκονται στα αριστερά της Βεγορίτιδας.
«Συζητάμε και γι’ άλλα. Με ρωτάει αν είναι καλύτερα στην Αθήνα, την οποία και επισκέφτηκε τελευταία φορά το ‘84, ως φαντάρος. Με ρωτά τι απόγινε το ωραιότατο ξενοδοχείο της θείας του στην Ομόνοια. Του δίνω στα γρήγορα μια εικόνα της τωρινής κατάστασης της πλατείας- σαν να ανακουφίζεται λίγο για τη δική του. Δίνουμε τα χέρια…»
«Στοn δρόμο για την Έδεσσα, συναντώ ένα πτώμα σκύλου(;) και έναν αετό να γεύεται το απρόσμενο δώρο. Κόβω ταχύτητα αλλά βρίσκομαι σε μικρό επαρχιακό δρόμο και αναγκάζομαι να παρκάρω περίπου εκατό μέτρα παραπέρα. Βγάζω τη μηχανή και κρύβομαι πίσω από έναν θάμνο, μήπως και κάνω τον αετό να ξαναγυρίσει στο μεσημεριανό του. Την ίδια στιγμή πίσω από το δρόμο υψώνεται ένας λόφος, όπου ξεχωρίζω έναν μεγαλόσωμο σκύλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα πάω πάντα καλά με τα σκυλιά, τελοσπάντων μου έρχεται η ιδέα να του σφυρίξω. Δεν περνάνε 2-3 δευτερόλεπτα και ακούω στο βάθος περισσότερα από ένα γαυγίσματα. «Μπα», λέω, «δεν μπορεί…» Αρχίζω να κάνω βήματα προς το αυτοκίνητο, τα γαυγίσματα γίνονται όλο και πιο δυνατά, αρχίζουν και ξεπροβάλλουν φιγούρες στο λόφο, φιγούρες μεγάλων τσοπανόσκυλων, τα βήματα γίνονται ανοίγματα, τα ανοίγματα γίνονται τρέξιμο. Να ‘ναι καλά ο πατέρας μου και τα δύο μου μέτρα, προλαβαίνω στο τσακ την αγέλη και μπαίνω στο αμάξι, βάζω μπροστά και ξεγλιστρώ από τα σάλια που έχουν κολλήσει στο αριστερό τζάμι… Bad, bad idea, overall…»
«…Βρίσκομαι στην Έδεσσα για πρώτη μου φορά. Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια η αλήθεια είναι, ανυπομονώ να γνωρίσω τούτη την πόλη. Το gps με οδηγά σωστά έξω από τη Μητρόπολη, παρκάρω και προχωρώ προς τον ξενώνα Βαρόσι. Συζητώ με την Κατερίνα, μία από τις υπεύθυνες, ιδιαίτερα φιλόξενη, όπως και η κυρία Σούλα, η ιδιοκτήτρια. Αφήνω τα πράγματα στο δωμάτιό μου, παραδοσιακό και ζεστό, βάζω την κάμερα στον ώμο και κατευθύνομαι προς τους καταρράκτες.
Περπατώ ενδιάμεσα του παραδοσιακού οικισμού. Αν και το κρύο είναι αρκετό, διακρίνω παρέες διαφόρων ηλικιών να περπατούν ή να τρέχουν γύρω από τα διάφορα αξιοθέατα. Είναι ένας όμορφος χώρος, που θα ήταν ομορφότερος αν απουσίαζαν τα κακόγουστα tags και οι πολυκατοικίες να τον περικυκλώνουν. Σε ένα τμήμα του, παρατηρώ από το τζάμι γυναίκες να ασχολούνται με γλυπτική. Συνεχίζω να περπατώ προς το νερό, ακούγεται όλο και πιο δυνατά και συντονισμένα, μέχρι που φτάνω ακριβώς από πάνω του.
Γυρίζω πίσω στον ξενώνα. Καθόμαστε στο τζάκι, έχω πάρει να διαβάσω τον «Τελευταίο μαύρο γάτο» του Τριβιζά αλλά τελικά προτιμώ τις διηγήσεις της κυρίας Σούλας. Τα παιδιά της έχουν δημιουργήσει έναν ακόμη μεγαλύτερο χώρο στην ίδια συνοικία, επίσης καλαίσθητο, τον οποίο και επισκέφτηκα το επόμενο πρωί για το πρωινό μου. Κάπου εκεί καταφθάνει η παρέα μου, χαιρετούμε και πηγαίνουμε σ’ ένα κοντινό μεζεδοπωλείο..»
3η μέρα- Λουτρά Πόζαρ, Μενέλαος Λουντέμης
«Ξυπνώ με ιδιαίτερη όρεξη για τη σημερινή μέρα. Θα έχω την ευκαιρία να επισκεφτώ το σπίτι του Μενέλαου Λουντέμη, του αγαπημένου μου, έως τώρα, συγγραφέα. Παίρνω ένα δυνατό πρωινό και ξεκινάω για την πρώτη μου στάση, τα λουτρά Πόζαρ, στα βόρεια της Έδεσσας. Ο δρόμος είναι πάρα πολύ όμορφος, έχω πάλι ελάχιστα αυτοκίνητα να με συνοδεύουν. Περνά ίσως και μισή ώρα που δεν έχω δει άνθρωπο. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στο Λουτράκι (όταν άρχισα να φεύγω πάντως παρατήρησα περισσότερους να έρχονται, είχα πάει και σχετικά νωρίς). Περπατώ μονάχος μου έως το τέλος του φαραγγιού, ένας κοκκινολαίμης δείχνει ιδιαίτερη περιέργεια ακλουθώντας με για 20 μέτρα, στεκόμενος απρόσμενα, ιδιαίτερα κοντά μου.
Κάνω να φύγω μα παρατηρώ ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο, παλιό ξενοδοχείο. «Η Αύρα..» Έχω μια αδυναμία σε κάτι τέτοια, οπότε δεν μου παίρνει καιρό να βρω τον δρόμο μου προς το εσωτερικό του.
Έχει φτάσει η ώρα 11, παρατηρώ κάποια ζευγάρια που ετοιμάζονται να βουτήξουν. Αν ερχόμουν ξανά και βασιζόμενος σε ό,τι έχω ακούσει, νομίζω πως θα διάλεγα τούτη την περίοδο. Συνεχίζω τον δρόμο μου προς Αριδαία. Το gps έχει παραδώσει πνεύμα και αναγκάζομαι να σταματήσω στο επόμενο χωριό να ζητήσω κατευθύνσεις. Είναι οι Πιπεριές, ένα χωριουδάκι που μου κάνει αρκετά καλή εντύπωση. Παρατηρώ ένα σπίτι ανοιχτοκίτρινου χρώματος περιτριγυρισμένο με διάφορα δέντρα και δίπλα του ένα άλλο χωρίς περίφραξη, με μια μπουγάδα απλωμένη έχοντας πολύχρωμα μανταλάκια να την βαστά, με μια αυτοσχέδια κούνια στο πλάι κι ένα σκύλο από δίπλα που με κοιτά μα δεν μου γαυγίζει. Αφήνω αυτή την ωραία εικόνα και με τις οδηγίες που αποκόμισα, μπαίνω στην Αριδαία. Τα επίσης κιτρινωπά κτήρια, τα παλιά λεωφορεία με φέρνουν σε μιαν άλλη εποχή, που δεν έζησα ή που ίσα-ίσα πρόλαβα. Σε λίγη ώρα έχω φτάσει στον Εξαπλάτανο, τη δεύτερη στάση της ημέρας, το χωριό όπου μεγάλωσε ο Μενέλαος Λουντέμης.
‘Ο,τι και να πω θα είναι λίγο. Η αλήθεια είναι πως δεν στενοχωριέμαι πλέον όπως παλιότερα με την κατάντια και την λησμονιά των γύρω μου. Διαβάζω την επιγραφή “Σπίτι του Μ.Λ” στον ετοιμόρροπο τοίχο και μειδιάζω, σκέφτομαι πως θα ντρεπόμουν προσωπικά να την έβαζα. Προσπαθώντας να σκεφτώ καθαρά, αποβάλλοντας τις Σωκρατικές προκαταλήψεις, στέκομαι απέναντι και κοιτώ το σε πολύ καλύτερη κατάσταση κτήριο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Εκείνη την ώρα μια γυναίκα περνά και με κοιτάζει με την κάμερα, έρχεται κοντά μου και με ρωτά αν θέλω να φωνάξει τον πρόεδρο του συλλόγου, γιατί τώρα δεν βρίσκεται κανείς μέσα. Αποφασίζω να πάω εγώ σ’ αυτόν. Τον χαιρετώ, πιάνουμε κουβέντα, με ενημερώνει τι κάνει ο σύλλογος, πως η αποκατάσταση του οικήματος έχει κολλήσει σε δικαστικές διαμάχες, κληρονομικές, γι’ αυτό και η τωρινή του κατάσταση. Εκφράζει τους φόβους του, ότι ακόμα κι αν όλα κάποτε συμφωνήσουν ίσως να μην υπάρχει πια το σπίτι για να αποκατασταθεί. Του αφήνω στο τέλος κάποια χρήματα για το ημερολόγιο του συλλόγου και κάπως έτσι αφήνω τον τόπο του δευτέρου πιο αναγνωσμένου Έλληνα συγγραφέα…
Τελευταία στάση της ημέρας είναι η Θεσσαλονίκη. Κατηφορίζω, από τον απέναντι δρόμο προς τον Στρυμόνα, δεν βλέπω κάτι αξιόλογο καταγραφής. Όσο πλησιάζω στην πόλη, τόσο η ποιότητα του δρόμου και του τοπίου φθίνει. Η επόμενη μέρα είναι ημέρα ξεκούρασης και προγραμματισμού του υπόλοιπου οδοιπορικού μου.»
5η μέρα- Λίμνη Δοϊράνη, Λίμνη Κερκίνη
«Αυτήν τη φορά έχω δύο αγαπημένα μου πρόσωπα να με συνοδεύουν. Ξεκινάμε νωρίς από Θεσσαλονίκη και κατευθυνόμαστε για την πρώτη στάση της ημέρας, τη λίμνη Δοϊράνη. Το κρύο αρκετό και σήμερα αλλά ο ήλιος εξισορροπεί τη διάθεσή μας. Φτάνουμε γύρω στις 9 και σταματάμε στον ομώνυμο οικισμό, ακριβώς στα σύνορα με τα Σκόπια.
Ντυνόμαστε καλά και περπατάμε γύρω από τη μικρή πλατεία. Στέκομαι και παρατηρώ το περιβάλλον. Σημεία εγκατάλειψης, ίσως παρακμής, με κάνουν να φαντάζομαι πως μπορεί να ήταν στο παρελθόν. Ξαφνικά ακούμε μια φωνή στο βάθος, ένας κύριος μας κάνει νεύμα να τον πλησιάσουμε.
Μας ζητά τη βοήθεια μας, φαίνεται έχει χαλάσει η ξυλόσομπα και χρειάζεται κάποιον να διαβάσει το manual που είναι γραμμένο στα Βουλγαρικά. Κάνουμε μια προσπάθεια και μέσα στο σκοτάδι ξεχωρίζουμε μια διεύθυνση και το όνομα του μοντέλου, ή τουλάχιστον ελπίζουμε να έχουμε μαντέψει σωστά. Πιάνουμε συζήτηση με τον κύριο και τη γυναίκα του, ιδιοκτήτες ταβέρνας. Η κατάσταση έχει όντως αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ελάχιστοι πια σταματούν στο χωριό μιας και η άλλη πλευρά των Σκοπίων έχει περισσότερα να προσφέρει, σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Η κουβέντα όσο πάει ελαφραίνει, χαχανίζουν και πειράζουν ο ένας τον άλλον- τουλάχιστον σκέφτομαι είναι καλά μεταξύ τους. Χαιρετούμε και κατευθυνόμαστε προς τη λίμνη.
Δεν απέχει παρά 200 μέτρα από εκεί που βρισκόμαστε. Χωρίς να το θέλουμε αφήνουμε τη συζήτηση και ακούμε την πιο ωραία μουσική του κόσμου, αυτήν της ελεύθερης φύσης…
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και παίρνουμε τον δρόμο για την Κερκίνη. Βρίσκουμε τον ξενώνα «ο Οικοπεριηγητής», που έχουμε επιλέξει μετά από συστάσεις. Συναντώ τον Γιάννη Ρέκλο, ιδιοκτήτη του ξενώνα, σφίγγουμε τα χέρια και μας κατευθύνει προς το δωμάτιο. Ο χώρος είναι πολύ όμορφος, τα δωμάτια είναι σε διαφορετικά επίπεδα το καθένα, σαν ημιώροφοι και ιδιαίτερα καλαίσθητα και προσεγμένα. Συζητώ με τον Γιάννη τι μπορούμε και τι προτείνει να επιχειρήσουμε για σήμερα, κάνει κάποια τηλεφωνήματα και εν τέλει αποφασίζουμε, συνοδεία δυο ζευγαριών, να δούμε τη λίμνη μέσα από ένα καΐκι. Η μαρίνα δεν απέχει πολύ.
Διάφοροι πλανόδιοι παρατάσσουν φιστίκια και άλλα ντόπια καλούδια.
Ένας κύριος μας προτείνει βόλτα πέριξ της λίμνης με τα αλογάκια που στέκονται παραπέρα, βλέπω και κάποια ποδήλατα στο βάθος.
Τους ευχαριστούμε διότι έχουμε κάνει ήδη την επιλογή μας. Μπαίνουμε στο καΐκι ένας-ένας, βαριά ντυμένοι-μας έχουν ενημερώσει για το κρύο που θα επικρατήσει σε λίγο. Η ξενάγηση είναι μέλημα του κυρίου Γιάννη (όχι του ιδιοκτήτη), ο οποίος με ξαφντιάζει με την όρεξη και τη λεπτομερή περιγραφή του. «Οι φωτογράφοι να κάτσουν σιγά-σιγά μπροστά», μας καλεί.
Παίρνω την ευκαιρία και αρχίζω να αποτυπώνω το περιβάλλον. Η ενημέρωση για τη λίμνη συνεχίζεται, δίνει τη σκυτάλη σε ερωτοαπαντησεις, σε διάλογο, σε διήγηση για τη δύσκολη ζωή των προσφύγων από τον Πόντο που εγκαταστάθηκαν στα γύρω χωριά.
Πολλές όμορφες ιστορίες από τον κυρ-Γιάννη, ίσως κάποιες με μια επιπλέον δόση, αλλά όλες τους κάθε άλλο παρά επιφανειακές.
Βγαίνουμε από το καΐκι και κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. Κάπου εκεί κάνω νόημα στα παιδιά- από κάτω βοσκά ένα κοπάδι νεροβούβαλων..»
«Στην επιστροφή στον ξενώνα, δοκιμάζουμε πιάτα βουβαλίσιου κρέατος. Τα σουτζουκάκια εξαιρετικά, συνοδευόμενα από ζοχούς και κρασί. Δεν έχει ακόμα νυχτώσει και αποφασίζουμε να επισκεφτούμε ένα γειτονικό χωριό για το οποίο είχα διαβάσει όταν κανόνιζα το ταξίδι, τα Άνω Πορόια. Πιο συγκεκριμένα, θέλουμε να δοκιμάσουμε τα σπιτικά γλυκά από τον συνεταιρισμό γυναικών που δρα στο χωριό. Παραγγέλνουμε καρυδόπιτα και γαλακτομπούρεκο. Μας κρατάει παρέα η πρόεδρος του συναιτερισμού, συνομιλούμε κάμποσο για την πορεία του και τη ζωή των γύρω οικισμών. Χαιρετούμε και κάνουμε έναν τελευταίο περίπατο γύρω από την πλατεία.
Ορεινό το χωριό, γεμάτο πλατάνια, πανέμορφο τούτη την περίοδο. Σαν νυχτώνει αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω στον ξενώνα. Οι υπόλοιπες ώρες αφιερώνονται σε συζητήσεις με τον Γιάννη και τα υπόλοιπα παιδιά, σε σκάκι και σκραμπλ, σε φρουτοσαλάτες και όλα αυτά πάντα δίπλα στα δύο τζάκια του ισογείου.»
6η μέρα – Στρυμόνας – Θεσσαλονίκη
«…την επόμενη μέρα ο καιρός, αν και βροχερός, έχει καταφέρει να ρίξει το πολύ κρύο. Πρωινό τρέξιμο λοιπόν, με λίγους τόνους βροχής, από τον ξενώνα μέχρι και τη λίμνη.
Στην πορεία έχουμε και μια μοναδική συνάντηση με τα άλογα της λίμνης. Ένα από αυτά ίσως αισθάνεται την αδυναμία μου προς εκείνα και έχοντας γυρισμένη την πλάτη μου, περνάει το λαιμό του από το μπράτσο μου σαν να με αγκαλιάζει. Του προσφέρω όποια φρέσκα χόρτα βρίσκω εκεί κοντά και επιστρέφουμε στον ξενώνα για το πολλά υποσχόμενο πρωινό. Οι προσδοκίες μας δεν πηγαίνουν χαμένες. Καταλήγουμε στο τζάκι και πάλι, όπου πιάνουμε κουβέντα μ’έναν δάσκαλο του χωριού, δεινό μηχανόβιο και άνθρωπο που σίγουρα θα ήθελα να μοιραστώ περισσότερες ιστορίες μαζί του, για τον τρόπο ζωής και τα ταξίδια του.
Φτάνει σιγά σιγά η ώρα της αναχώρησης μας για Θεσσαλονίκη. Κατόπιν εξίσου ουσιωδών διαλόγων με τον Γιάννη Ρέκλο, τον ασπαζόμαστε και τον χαιρετούμε μέχρι την επόμενη φορά. Από το λίγο που τον γνωρίζω, μου φαίνεται ένας άνθρωπος πολύ δουλεμένος, σωματικά μα κυρίως ψυχικά. ‘Ο,τι βλέπω γύρω μου δείχνει ότι πιάνουν τα χέρια του, αλλά πολύ περισσότερο, ότι έκανε πολλά μέχρι τα χέρια του να μάθουν να πιάνουν..»
«Είναι σχετικά νωρίς, δεν μας κάνει καρδιά να γυρίσουμε στο τσιμέντο. Μετά από λίγα χιλιόμετρα, βρίσκουμε ένα χωριό και μια πινακίδα που οδηγεί σε κάποιο σημείο του Στρυμόνα. Κάνω δεξιά και καταλήγουμε σ’ ένα κιόσκι, δίπλα στον ποταμό. Στο βάθος φαίνεται ένα λεωφορείο, παρκαρισμένο εκεί που δρόμος έχει τελειώσει, με κόσμο να βγαίνει στο ψιλόβροχο και να γελά. “Που πάνε οι κουζουλοί;” σκέφτομαι και ακολουθώ την παρέα στα αριστερά της γέφυρας. Περπατάμε για λίγο. Στο δεξί μας χέρι ξεχωρίζουμε κάποια φλαμίνγκο, κοντοστεκόμαστε και χαζεύοντας τα, αφηνόμαστε πάλι στη φυσική ησυχία. Κάπου εκεί μας ξυπνάει το βέλασμα μιας καφέ, τροφαντής αγελάδας που μοιάζει να την ενοχλεί η παρουσία μας στα χωράφια της. Κινούμαστε πίσω προς το κιόσκι, κι’ όσο περισσότερο πλησιάζουμε, τόσο προσπαθούμε να ξεβουλώσουμε τ’ αυτιά μας. “Ρε συ, ακούς και συ γκάιντα να παίζει;”
Συστηνόμαστε, εμείς οδοιπόροι, εκείνοι μέλη ενός θιάσου από την Κατερίνη. ‘Εχουν διάλειμμα από τα γυρίσματα της ταινίας τους, η οποία είναι βασισμένη στο «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ιδιαίτερα φιλικοί, μας προσφέρουν τσίπουρο και πλούσια κομμάτια σπανακόπιτας, ανταποκρινόμαστε με κάποια σπιτικά μπισκότα που έχουμε φέρει μαζί μας. Μας εξηγούν τον σκοπό τους, συζητούμε για το θέατρο και το σχολείο, μαθαίνουμε πώς φτιάχνεται μια γκάιντα, βλέπουμε πώς παίζεται, ακούμε… Το διάλειμμα τελειώνει και το κιόσκι αφήνει τους φιλοξενούμενους να συνεχίσουν τους δρόμους τους…»