Journey to Spain

*Για το 1ο μέρος του οδοιπορικού πατήστε εδώ

7η μέρα, Seville

(…) Αποφασίζω για δύο σχεδόν ημέρες να ξεκουραστώ. Το χρειάζομαι αντιλαμβανόμενος πως οι ενοχλήσεις στο στέρνο μου πολλαπλασιάζονται. Τα μέρη που έχω μπροστά μου άλλωστε είναι πολλά και θα ‘ναι κρίμα να διακόψω πρόωρα το ταξίδι μου. Περιορίζομαι σε μικρούς περιπάτους στο κέντρο χωρίς τη φωτογραφική μου κάμερα. Η πόλη είναι επίπεδη και εύκολα διαχειρίσιμη, τουλάχιστον το κέντρο της. Έχει αρκετούς τουρίστες, μνημεία και μικρά σοκάκια πλαισιομένα με καλαίσθητα, πολύχρωμα σπίτια.

9η μέρα, Ronda

(…) Για μία ακόμη φορά χρησιμοποιώ το blablacar. Ο οδηγός μάς παραλαμβάνει κατά τις εννιά το πρωί από την κεντρική πλατεία της Σεβίλλης. Είναι φινετσάτος- φορά κοστούμι, μαντήλι στο πέτο και καπνίζει την πίπα του σαν με καλημερίζει. Δεν μιλά γρι αγγλικά και προσπαθούμε να συστηθούμε με κινήσεις των χεριών και του σώματος. Αντιλαμβάνομαι πως είναι έμπορος. Μια κοπέλα από την Κορέα και ένας Ισπανός καθηγητής μουσικής κάθονται στα πίσω καθίσματα. Στο μισό κόστος και αρκετά νωρίτερα από όσο θα χρειαζόμουν με οποιοδήποτε δημόσιο μέσο μεταφοράς καταφθάνω στην Ρόντα.

Πρόκειται για μικρή πόλη με ρωμαϊκές και αραβικές επιρροές, γνωστή για το φαράγγι που οδηγεί στο ιστορικό κομμάτι της.

Επίσης είναι άκρως τουριστική, χειμώνα-καλοκαίρι. Την επισκέπτονται κυρίως Αμερικάνοι και Ασιάτες. Επικρατεί ένας συνωστισμός που συνήθως αποφεύγω στα ταξίδια μου, ο οποίος ωστόσο περιορίζεται στα πιο γνωστά κομμάτια της πόλης.

Συνεχίζω τη βόλτα μου στο ιστορικό κέντρο όταν συναντώ μπροστά μου τη διάσημη αρένα.

Στην είσοδο της αρένας βρίσκω τον υπάλληλο. Προσπαθώ να συνεννοηθώ μήπως και με αφήσουν να βγάλω το εσωτερικό της αρένας το επόμενο πρωί, προτού οι πόρτες για το κοινό ανοίξουν. Με παραπέμπει στον προϊστάμενό του, τον Alfonso. Στην αρχή είναι αρκετά διστακτικός. “Έπρεπε να είχες στείλει την αίτηση τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν. Τώρα δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω…Από πού είσαι; Α! Πώς είναι τα πράγματα εκεί; Οι άνθρωποι τώρα με την κρίση;” Πιάνουμε την κουβέντα σιγά-σιγά και εν τέλει μου χαμογελά και με προσκαλεί στο γραφείο του. Στο εσωτερικό διακρίνω ογκώδεις πίνακες στους οποίους απεικονίζονται βασιλικά μέλη, μουσειακούς χώρους και γενναιόδωρες βιβλιοθήκες. “Έχε χάρη που είσαι ωραίος τύπος και Έλληνας. Είστε ωραίοι τύποι, σαν εμάς!” Υπογράφω κάποια αναγκαία έντυπα και δίνουμε ραντεβού για το επόμενο πρωί.

Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το τουριστικό κέντρο πληροφοριών. Περιμένω υπομονετικά στη σειρά. Μια φιλικότατη υπάλληλος με καλωσορίζει και με κατευθύνει στον χάρτη. Σαν της αναφέρω την ιδιότητά μου, μου συστήνει την επίσκεψη σε γειτονική φάρμα ταύρων και ανδαλουσιανών αλόγων. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω την καλύτερη άποψη για τις ταυρομαχίες, το αντίθετο θα έλεγα. Με καθησυχάζει ωστόσο πως πρόκειται να δω μόνο τον τρόπο εκτροφής των ταύρων και να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου. “Μου αρέσουν πολύ οι φωτογραφίες σου. Η περιήγηση για εσένα θα είναι φυσικά δωρεάν. Θα σε περιμένω κατά τις τέσσερις, εδώ μπροστά με το βανάκι. Τι λες;” Την ευχαριστώ για την πρόσκληση και βγαίνω έξω για μια τελευταία βόλτα.

Λίγο αργότερα συναντώ την υπάλληλο και μαζί με κάποιους άλλους επισκέπτες κατευθυνόμαστε προς τη φάρμα (website), η οποία βρίσκεται έξω από την πόλη. Η περιήγηση ξεκινά στη μικρή αρένα που χρησιμοποιείται για την εξάσκηση των ταύρων.

Το χρώμα της άμμου μού κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Όπως μας ενημερώνουν, η συγκεκριμένη άμμος λέγεται albero και συλλέγεται από μία έκταση κοντά στη Σεβίλλη. Χρησιμοποιείται επίσης σε ολόκληρη την Ανδαλουσία ως χρωστική ουσία σε κατασκευές, κάτι που θα παρατηρούσα στο υπόλοιπο ταξίδι.

Μετά την αρένα κατευθυνόμαστε προς κάτι σε αυτοκινούμενα ανοιχτά βαγόνια, μέσα στα οποία συνεχίζεται η περιήγηση. Κάθε τόσο σταματούμε για να δούμε τις ομάδες βοοειδών, η διαλογή των οποίων γίνεται σύμφωνα με την ηλικία και το φύλο τους. Κάθε ομάδα εναλλάσσεται στα μεγάλης έκτασης οριοθετημένα κομμάτια γης, το σύνολο των οποίων είναι πράγματι χαοτικό. “Ειδικευμένοι κτηνίατροι αναλαμβάνουν τον έλεγχο όλων των μελών του κοπαδιού με μεγάλη συχνότητα. Τους παρέχεται καθημερινά νερό και τροφή, πέραν των βελανιδιών και του γρασιδιού που καταναλώνονται επί τόπου.”

Πριν επιστρέψουμε στους στάβλους, έχουμε την τύχη να δούμε τον εφτάχρονο λευκό ταύρο, το όνομα του οποίου αδυνατώ να θυμηθώ. Αν και έχει πάρει μέρος σε ταυρομαχία, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εδώ, μέχρι να πεθάνει από φυσικά αίτια. “Του δώθηκε χάρη. Συμβαίνει και αυτό κάποιες φορές.”

Στον στάβλο συναντούμε τον ιπποκόμο, ο οποίος φέρνει ένα γαλλικό άλογο που όσο μεγαλόσωμο, άλλο τόσο καλοκάγαθο είναι.

Φορώντας σιδερένια στολή, χρησιμοποιείται στην αρένα ως φόβητρο σε περίπτωση ανάγκης. Η υπεύθυνη μάς καλεί να το σπρώξουμε με όλη μας τη δύναμη, και μόνο που δεν βάζω τα γέλια με το αδύνατο του πράγματος. Δεξιά διακρίνονται τα φημισμένα ανδαλουσιανά άλογα και κατόπιν κάποιων διευκρινίσεων ετοιμαζόμαστε για την επίδειξη. Είναι σίγουρα μια μοναδική εμπειρία χάρης και δύναμης αυτών των αξιοθαύμαστων ζώων.

Επιστρέφουμε στην πόλη. Αρχίζω να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες που έλαβα, τις εικόνες που βίωσα και τις αντιπαραθέτω με την εώς τότε αρνητική μου εντύπωση για τις ταυρομαχίες. Εάν παραμένω αρνητικός; Ναι, ακόμη θεωρώ τον θάνατο ενός ζώου, κυριολεκτικά για τα μάτια του κόσμου, μία από τις παραδόσεις που πρέπει να εξαλειφθούν. Από την άλλη πλευρά, οι συνθήκες (τουλάχιστον στη φάρμα που επισκέφθηκα) κάτω από τις οποίες μεγαλώνουν τα ζώα είναι εξαιρετικές συγκριτικά με τις αντίστοιχες των περισσοτέρων ζώων που καταλήγουν στο πιάτο μας. Τα μικρά μένουν με τις μητέρες τους για όλο τον φυσικό κύκλο, σε αχανείς εκτάσεις που φέρουν όσο πιο κοντά σε άγριο περιβάλλον, με τη διαφορά ότι προστατεύονται από φυσικούς εχθρούς και τους παρέχεται κτηνιατρική μέριμνα. “Τα τελευταία μόνο 15 λεπτά είναι οδυνηρά για τον ταύρο”, θα μου πει ένας Ισπανός φίλος αργότερα και θα καταλήξει “Πόσο χρόνο πιστεύεις ταλαιπωρούνται τα μοσχάρια που τρώμε αυτή τη στιγμή;”

Το επόμενο πρωί επισκέπτομαι τη διάσημη αρένα RMCR.

Βγάζω κάποιες φωτογραφίες τον χώρο, το μουσείο που βρίσκεται κάτω από τις κερκίδες και καταλήγω στην εσωτερική σάλα όπου νεαρές αθλήτριες προπονούνται καβάλα στα άλογά τους.

10η μέρα, Malaga

(…) Αποχωρίζομαι τη Ρόντα γεμάτος εικόνες και ιδιαίτερες εμπειρίες. Βρίσκομαι στο αυτοκίνητο για Μάλαγα με τρεις στρατιωτικούς. Tους βρήκα και πάλι μέσω του blablacar. Η διαδρομή θυμίζει πολύ την Ελλάδα- άλλοτε γυμνοί και πετρώδεις, άλλοτε καλλιεργημένοι λόφοι και μικρές κοιλάδες, με τον σχεδόν πεντακάθαρο ουρανό και τον ζεστό ήλιο. Η ίδια η πόλη διαθέτει αρκετά από τα χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης- όμορφο κέντρο, μέτριο, αδιάφορο έως άσχημο απόκεντρο. Αρκετοί τουρίστες, καταστήματα και εστιατόρια. Το κέντρο της Μαλαγας δεν έχει τον χαρακτήρα της Σεβίλλης, ούτε την αίγλη της, ωστόσο σίγουρα φαίνεται περισσότερο ανθρώπινο από οποιοδήποτε ελληνικό.

Σήμερα έχω την τύχη να συναντήσω μια πολύ καλή φίλη, η οποία θα με συνοδέψει μέχρι και τη Γρανάδα. Το σπίτι μας δε, είναι παραπάνω από αξιόλογο, κλεισμένο και αυτό μέσω airbnb, μιας και το couchsurfing στην Ισπανία αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο.

11η μέρα, Granada

(…) To γνώριμο τοπίο συνεχίζεται στον δρόμο για τη Γρανάδα. Χρησιμοποιώ και πάλι το blablacar και κάνω υπομονή στην ισπανική ποπ που φαίνεται να συνεπαίρνει την κατά τ’ άλλα συμπαθέστατη οδηγό. Δεν μιλάει αγγλικά και η προσπάθεια να συνεννοηθούμε κρατά περίπου μία ώρα. Το υπόλοιπο της διαδρομής μάς βρίσκει χαμένους στις προσωπικές σκέψεις μας κι εμένα να χαζεύω τη Sierra Nevada να τιμά απολύτως το όνομά της.

Στη Γρανάδα έχω την τύχη να συναντήσω και να φιλοξενηθώ από ένα φιλικό ζευγάρι Ισπανών. Η πρώτη μας βόλτα περνά από αρκετά κύρια αξιοθέατα της όμορφης τούτης πόλης. Πολλά μηχανάκια παρκαρισμένα ομοιόμορφα στα σοκάκια που κατακλύζονται από bar και καφέ. Τα bar είναι μικρά εστιατόρια με ελάχιστα τραπέζια και μία ευμεγέθη μπάρα, στα οποία προσφέρονται δωρεάν tapas (μεζέδες) με το ποτό σου. Κρέας, μανιτάρια και γαρίδες αναμεμειγμένες με κατακίτρινο ρύζι, το οποίο από ό,τι μαθαίνω δεν χρωστά το έντονο χρώμα του στο σαφράν, αλλά σε μία χημική ενίσχυση. Συνεχίζουμε τη βόλτα γύρω από το κάστρο, στην ομώνυμη συνοικία Alhambra, περνούμε από παραδοσιακούς κήπους σε αίθρια,  χαζεύουμε τα τείχη, τη θέα. Πολύς κόσμος έξω, πολλοί νέοι, φοιτητές, οικογένειες.

12η μέρα, Granada

(…) Δεύτερη ημέρα στη Γρανάδα και παίρνουμε μέρος στην, πλημμυρισμένη από κόσμο, πορεία που έχει από καιρό προγραμματιστεί.

Πολύ διαφορετική από ό,τι είμαι συνηθισμένος, άνθρωποι όλων των ηλικιών, τραγουδούν, σηκώνουν τα χέρια ψηλά και φωνάζουν κάποια αυθόρμητα συνθήματα. “Όλο αυτό ξεκίνησε από μόνο έναν άνθρωπο” , με ενημερώνει η Ισπανίδα φίλη μου.

Συνεχίζουμε την περιήγηση στην αραβική συνοικία. Πέτρινα σπίτια και στενά σοκάκια στρωμένα με περίτεχνα ψηφιδωτά. Παρόμοιες συνθέσεις και στους τοίχους, τα μπαλκόνια, τα κάγκελα όπου κυριαρχεί η αραβική αρχιτεκτονική. Τεϊοπωλεία, καφέ και μαγαζάκια με σουβενίρ δεξιά και αριστερά του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή του λόφου.

13η μέρα, Granada

(…) Περπατώ στον κεντρικό πεζόδρομο που οδηγεί στο κέντρο.

Οι άνθρωποι φαίνονται πολύ προσιτοί όταν μαθαίνουν από πού προέρχομαι. Ορισμένοι με ρωτούν σαν τους φωτογραφίσω πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, στην Αθήνα. “Είναι διαφορετικά” τους απαντώ. Οι εκφράσεις στο πρόσωπό τους αλλάζουν σαν προχωρώ σε μια σύντομη περιγραφή της ελληνικής κατάστασης. Η Ισπανίδα φίλη προφέρει τη λέξη στενοχώρια, ο άντρας της φόβο. Λίγο πιο πέρα μια νεαρή μαμά σπρώχνει γρήγορα το καρότσι κι έναν μπόμπιρα μέσα. Σταματά κάθε τόσο και ρωτά ρητορικά τον καταχαρούμενο μικρό αν του αρέσει. Οι άνθρωποι εδώ είναι, ως επί το πλείστον, ευδιάθετοι, καλοντυμένοι, προσεγμένοι. Όταν έφτασα στην πόλη δεν μπορούσα να δικαιολογήσω τα τόσα εξαίρετα σχόλια που είχα ακούσει. Τρεις μέρες μετά αρχίζω και συνειδητοποιώ τον λόγο. Δεν βλέπω κάτι που δεν έχω ξαναδεί, ωστόσο μοιάζει να έχει συνδυάσει αποτελεσματικά το παραδοσιακό με το μοντέρνο, σε ένα σίγουρα προικισμένο φυσικό τοπίο.

14η μέρα, Almeria

(…) Είμαι στο δρόμο για Αλμερία και το τοπίο αλλάζει άρδην. Ερημικό με χαμηλή, ξερή βλάστηση, φαράγγια λαξευμένα, σαν ταινία από Western. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αντιλαμβάνεται την περιέργειά μου και με ενημερώνει σχετικά: “Σε λίγο θα δεις αριστερά μας το θεματικό πάρκο. Εδώ γυρίστηκαν σχεδόν όλες οι αμερικάνικες ταινίες western. Η επιλογή της Αλμερίας έγινε για το χαμηλό κόστος και φυσικά για το μοναδικό τοπίο.” Η ίδια η πόλη διαθέτει ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία, ωστόσο οποιαδήποτε σύγκριση με τις πόλεις που προανέφερα είναι αδόκιμη. Φανερά για πρώτη φορά στο ισπανικό κομμάτι του ταξιδιού τα σημάδια της οικονομικής κρίσης.

15η μέρα, Murcia

(….) Για μια ακόμη φορά το couchsurfing αποδεικνύεται αδύνατο στην Ισπανία. Όχι μόνο δεν έχω καταφέρει να βρω οικοδεσπότη, αλλά δύο άτομα που με είχαν αρχικώς δεχθεί αλλάξαν γνώμη λίγο πριν φτάσω στην είσοδο του σπιτιού τους… Κάθομαι σε ένα εστιατόριο έξω από την Murcia. Με οχτώ ευρώ παραγγέλνω σαλάτα, τσιπούρα και γλυκό. Κάνω έναν μικρό γύρο σ’ αυτό το προάστιο λίγο πριν κατευθυνθώ για την πόλη. Παρόμοια κατάσταση με την Αλμερία, αρκετά διαφορετική με ό,τι είχα συναντήσει στην υπόλοιπη Ανδαλουσία.

Το κέντρο της Μούρθια είναι σχετικά όμορφο, αν και ιδιαίτερα μικρό. Για πρώτη φορά στο ταξίδι μου ο ήλιος κρύβεται πάνω απ’ τα σύννεφα κι εγώ έχω την ευκαιρία να φωτογραφίσω μερικούς ντόπιους.

16η μέρα, Alicante

(…) Από τη Μούρθια κατευθύνομαι στο Αλικάντε όπου με περιμένει ξεκούραση τριών ημερών. Το τρένο κάνει εκκωφαντικό θόρυβο και πάλλεται μανιωδώς και ασυγχρόνιστα λες και βρίσκομαι μέσα σε χαλασμένο μίξερ. Ανοίγω το βιβλίο του Bradbury, “Ο εικονογραφημένος άνθρωπος” και αποτραβιέμαι από το κάθισμα για να απορροφηθώ. Η πόλη με καλωσορίζει με δυνατές ψιχάλες, ύστερα με βροντές και χαλάζι.

Βρίσκω καταφύγιο σε ένα κουβανέζικο εστιατόριο και παραγγέλνω μαύρα, κατάμαυρα μακαρόνια γεμάτος περιέργεια…”Πώς σας φαίνονται;” με ρωτά ευγενικά ο σερβιτόρος. “Χμμμ, ναι, μακαρόνια…”, απαντώ ενώ παρατηρώ τους τοίχους του άδειου, τέτοια ώρα, ρεστοράν. Το βράδυ η βροχή έχει σταματήσει και επισκέπτομαι το κέντρο. Ο λόφος με το κάστρο και τα λευκά χρωματισμένα σπίτια και σοκάκια όπως και η θέα θυμίζουν πιο έντονα από ποτέ ελληνικό περιβάλλον.

17η μέρα, Alicante

(…) Και για τις τρεις μέρες φιλοξενούμαι σε σπίτι φίλης, κάτι που με αποδεσμέυει, έστω και προσωρινά από την απαραίτητη έρευνα για την πόλη, το φαγητό και τις μετακινήσεις. Το Αλικάντε έχει σίγουρα χαρακτήρα και άνεση, είναι παραθαλάσσιο και διαθέτει όμορφα και γραφικά σοκάκια τα οποία θα συναντήσει κανείς στην πολύχρωμη συνοικία Barrio de la Santa Cruz.

Χαζεύω τους περαστικούς και την αρχιτεκτονική καθώς κατευθύνομαι στο εμπορικό κομμάτι της πόλης. Μιας και έχω άπλετο χρόνο σήμερα, προσπαθώ να χαλαρώσω και να αφουγκραστώ τους ρυθμούς, τις ιδιορρυθμίες, τους τρόπους των ντόπιων.

Πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί όλο και συχνότερα τις αποχρώσεις της ωχροκίτρινης άμμου στα κτίρια, στους δρόμους ακόμη και σε αντικείμενα.

18η μέρα, Alicante-Villajoyosa

(…) Τρίτη και τελευταία ημέρα στα, οικεία πλέον, στενά του Αλικάντε. Θέλω να φωτογραφίσω τους περίφημους γιγαντιαίους φίκους που βρίσκονται κοντά στο λιμάνι.

Λίγο αργότερα, έπειτα από πρόταση της φίλης μου, επισκεπτόμαστε το παραδοσιακό χωριό Villajoyosa. Ο καιρός είναι εξαιρετικός για την εποχή και μετανιώνω που δεν έχω φέρει μαζί μου πετσέτα.

Όσο πλησιάζουμε τη θάλασσα, οι χρωματικές συνθέσεις γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκες και κάθε σπίτι μοιάζει να είναι μοναδικό. Καθόμαστε σ’ ένα εστιατόριο δίπλα στην άμμο και παραγγέλνουμε ψάρι. Μετά το φαγητό, καταλήγουμε στην άκρη της μαρίνας, περπατώντας όσο πιο διακριτικά γίνεται, δίχως να ενοχλήσουμε.

19η μέρα, Valencia

(…) Η Patricia κατάγεται από το Εκουαδόρ. Ήρθε στην Ισπανία στα είκοσί της, μαζί με την οικογένειά της. Πτυχιούχος βιολογίας, αποφάσισε αρχικά να ανοίξει έναν φούρνο στη Μαδρίτη. Λίγα χρόνια αργότερα αγόρασε με την αδερφή της το cafe-bar λίγο έξω από το κέντρο της Βαλένθια. “Είναι πολύ ωραία συνοικία, διαφορετική από την υπόλοιπη πόλη”, μου γράφει στο κινητό. Για μια ακόμη φορά χρειάζομαι τη βοήθεια του google translate. “Εδώ όλοι οι πελάτες είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, ωστόσο κάνουν καλή παρέα…Είναι χαρούμενοι και κεφάτοι, όχι τόσο δυστυχισμένοι όσο εκείνοι του κέντρου.” Και πράγματι, η πρώτη πελάτισσα είναι μια ευδιάθετη κυρία. Σέρνει με κόπο ένα καρότσι που δείχνει πράγματι αρκετά βαρύ. Με καλημερίζει, μου ρίχνει ένα κομπλιμέντο και σιγά-σιγά βγάζει τα βιβλία που έχει στο σάκο. Φέρνει την Πολιτεία κοντά μου, την αφήνει στις χούφτες μου και μου κλείνει το μάτι γελώντας. Κατόπιν έρχονται και άλλοι θαμώνες. Παραγγέλνουν καφέ, ψημένες φέτες ψωμιού περασμένες με μαρμελάδα ή ντομάτα, λουκάνικα και κοτόπουλο. Ακολουθώ την Patricia στην κουζίνα και συνεχίζουμε την κουβέντα, ενώ εκείνη ετοιμάζει τα παραδοσιακά εδέσματα.

Πιο έξω η παρέα μεγαλώνει. Τους ακούω να γελούν και να σχολιάζουν τις εκλογές στην Αμερική. Ένας κύριος φεύγει κάθε τόσο από τη συζήτηση και ρίχνει μερικά κέρματα στον κουλοχέρη. Ύστερα με πιάνει από το χέρι και με καλεί να τους φωτογραφίσω. “Αχ πόσο φωτογένεια έχεις!”, λέει περιπαιχτικά στον φίλο του. Πίσω στην κουζίνα νέα υλικά προστίθενται κάθε τόσο στο ειδικό τηγάνι, από το οποίο παίρνει την ονομασία της η παέγια. “Η χαρούμενη μουσική είναι πολυ σημαντική για τον σεφ!”, εξηγείται καθώς την χαζοκοιτάζω, μιας και είναι τόσο ευδιάθετη εφτά το πρωί. Οι ώρες περνούν, πιπεριές, σαλιγκάρια, φρέσκια ντομάτα, μυρωδικά ολοκληρώνουν το πιάτο. Με βάζει να μυρίσω και πάλι, να δοκιμάσω. “Έτοιμο!”

20η μέρα, Tortosa

(…) Τορτόζα. Τελευταία στάση πριν τη Βαρκελώνη. Μένω για δεύτερη συνεχόμενη μέρα σε σπίτι από couchsurfing. Η Ροζέρ (η οικοδέσποινα), μου ζητά σαν αντάλλαγμα, σαν χάρη, να φωτογραφίσω τους πίνακές της. “Κανένα πρόβλημα”, της απαντώ καθώς ανεβαίνουμε τα μαρμάρινα σκαλιά. Το διαμέρισμά της είναι πολύ όμορφο, προσεγμένο, γεμάτο πίνακες, έργα τέχνης, και συλλεκτικά σίδερα. Είναι πολύ περήφανη για τη διακόσμηση που έχει επιμεληθεί η ίδια, για τα έργα της. Λίγο αργότερα βρίσκομαι με τον σάκο στην πλάτη για μια μικρή εξερεύνηση στη μικρή αυτή πόλη.

Το μεσαιωνικό κομμάτι της είναι σίγουρα ενδιαφέρον, ωστόσο όσο προχωρώ τόσο εύκολα παρατηρώ παραμέληση κατοικιών, δρόμων, περιβάλλοντος. Πολλοί οι περαστικοί καθώς τραβάω φωτογραφίες, αρκετοί με κοιτούν παράξενα, περίεργα. Οι αντιθέσεις αυξάνουν και κάπως έτσι αποφασίζω να πάρω την ανηφόρα για το κάστρο. Από εκεί θα έχω βελτιωμένη την οπτική του επιβλητικού καθεδρικού.

Μία ώρα και μια σιέστα μετά συναντώ την Ροζέρ έξω από το κέντρο τέχνης. Στους δύο ορόφους του στεγάζονται μαθήματα αγγειοπλαστικής, ζωγραφικής και συντήρησης. Οι μαθητές είναι κυρίως ηλικιωμένοι, ορισμένοι ιδιαίτερα ταλαντούχοι. Στον επάνω όροφο γνωρίζω τον Τζέιμς. Είναι Άγγλος και μένει τα δώδεκα τελευταία χρόνια στην Τορτόζα. Προσπαθεί να δημιουργήσει μία προτομή από ένα είδος πηλού, χωριζόμενη σε δύο μέρη- της νεότητας και των γηρατιών. Το βράδυ καταλήγουμε σπίτι. Η Ροζέρ έχει ετοιμάσει βραστό και σαλάτα. Η συζήτηση γυρίζει γύρω από πολιτική, από την κατάσταση στην Καταλονία και την ενδεχόμενη απόσχιση, από τέχνη. “Είμαστε Καταλανοί. Μιλούμε μια διαφορετική γλώσσα, έχουμε τοπικές συνήθειες και έθιμα. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός της Ισπανικής μας ομοιογένειας…”

20η μέρα, Barcelona

(…) Βαρκελώνη. Ο τελικός και μεγαλύτερος σε διάρκεια προορισμός μου. Χρειάζομαι σωματική ξεκούραση δυστυχώς, πράγμα που σημαίνει λιγότερη περιγραφή και λιγότερες φωτογραφίες. Αρέσκομαι σε κάποιες σκόρπιες αναζητήσεις τριγύρω του σπιτιού στο οποίο διαμένω και σε κάποια κεντρικά σημεία.

Η γενική αίσθηση στη γειτονιά Gràcia είναι παρεμφερής με την Μονμάρτη στο Παρίσι και την Haarlemmerbuurt στο Άμστερνταμ. Κυριαρχεί μια μείξη του παραδοσιακού με το μοντέρνο στην αρχιτεκτονική, στην ένδυση, στο παρουσιαστικό των κατοίκων της, μα πάνω απ’ όλα μια έντονη καλλιτεχνική αναζήτηση, μία επιδίωξη του καλαίσθητου και του ωραίου.


Αναρωτιέμαι αν ό,τι καταφέρνω να παρατηρήσω σε τόσο λίγο χρόνο είναι επιφανειακό ή πράγματι καταφέρνει να μη χαθεί στο εξωτερικό αυτό κομμάτι, το οποίο ωστόσο με κάνει να χαίρομαι τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουν στο αστικό περιβάλλον. Είναι Κυριακή, είναι Δευτέρα, Τρίτη και ο κόσμος βρίσκεται μονίμως στις πλατείες για να συμμετάσχει σε διάφορες εκδηλώσεις χορού ή θεατρικών ασκήσεων ή απλώς γνωριμίας του γείτονα. “Πού μένεις;” με ρωτά μια νεαρή γύρω στα είκοσι μόλις της δείχνω στην οθόνη της φωτογραφικής μου κάμερας το αυθόρμητο πορτραίτο της. Χαμογελά και είναι τούτο το πηγαίο, το ανθρώπινο, το καθαρό χαμόγελο.


Άνθρωποι από όλα τα μέρη του πλανήτη, ανοικτοί σε νέες ιδέες και όνειρα, παίρνουν ο ένας τον άλλον αγκαλιά κάτω από τον περίλαμπρο ήλιο. Σε κάποιο από τα πρώτα οδοιπορικά μου στο εξωτερικό είχα αναρωτηθεί: “Οι άνθρωποι κάνουν τις πόλεις ή οι πόλεις τους ανθρώπους;” Όσο τα ταξίδια πληθαίνουν, οι εμπειρίες μου με φέρνουν κάπου στη μέση. Το μόνο σίγουρο μέχρι στιγμής είναι πως μια τέτοια γειτονιά χρειάζεται πολύ χρόνο για να δέσει, για να φτιαχτεί το κράμα ή έστω ο πυρήνας της. Με κάποιο τρόπο όλοι εκείνοι που κάποια στιγμή στη ζωή τους διακατέχονται από την ανάγκη διαφορετικότητας, αμφιβολίας, διαρκούς αναζήτησης βρίσκουν εν τέλει ο ένας τον άλλον…

***

*Για λεπτομερές φωτογραφικό υλικό παρακαλώ κατευθυνθείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο

Leave a comment