Journey to Portugal

 

***For English please check below***

Το οδοιπορικό που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2016. Δεν είχα ποτέ μου επισκεφθεί την Ιβηρική, ίσως λόγω της εώς τότε εντύπωσης πως δεν θα έβλεπα κάτι τόσο διαφορετικό από την Ελλάδα. Για περίπου έναν μήνα διέσχισα την κεντρική και νότια Πορτογαλία, κατόπιν την Ανδαλουσία, την επαρχία της Μούρθια, τη Βαλενθιάνα και τέλος την Καταλονία. Χρησιμοποίησα για πρώτη μου φορά δύο εφαρμογές οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμες, το couchsurfing και το blablacar. Είχα την ευκαιρία έτσι να γνωρίσω ντόπιους, τις συνήθειές τους, τις ιδιοσυγκρασίες τους και να επιβεβαιωθεί η γνώμη που είχα σχηματίσει σε προηγούμενα ταξίδια πως μπορείς να βρεις φίλους οπουδήποτε στον κόσμο, ανθρώπους που θα μοιραστούν τη χαρά και τον ενθουσιασμό σου, που εν τέλει έχετε πολύ περισσότερα κοινά από ό,τι φανταζόσουν. Ακολουθούν ορισμένες σύντομες σημειώσεις μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μαζί με φωτογραφικό υλικό. Καλή ανάγνωση.

1η μέρα, Λισαβόνα

(…) “Bon dia”, της λέω και τη χαιρετώ. Εκείνη μου γνέφει κάπως διστακτικά. Αναρωτιέμαι αν προφέρω σωστά τις λέξεις. Επαναλαμβάνω και προς στιγμήν φαίνεται να με αγνοεί. Πιάνει πάλι το κινητό της και πληκτρολογεί: “Καλώς ήλθες. Από πού είσαι;” Της χαμογελώ και πληκτρολογώ αυτή τη φορά στο δικό μου κινητό.

Είναι η Τάνια. Βραζιλιάνα, από το Σάο Πάολο. Έχει εφτά μήνες στη Λισαβόνα. Θα δουλέψει μέχρι τον Δεκέμβριο, ύστερα θα επιστρέψει στο σπίτι και τον εφτάχρονο γιο της. Καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση. Είμαι εξουθενωμένος έπειτα από τόσο περπάτημα και μπόλικες φωτογραφίες. Η πόλη δεν είναι και η πιο εύκολη στο να τη γυρίσεις. Αλλά δεν θέλω να αφήσω τούτη τη στιγμή- είμαστε δύο άνθρωποι εντελώς ξένοι που ζουν ωστόσο μια καθ’ όλα οικεία κατάσταση. Καθισμένοι σ’ ένα ντιβάνι απέναντι από την οθόνη, χαζεύουμε χόλιγουντ και γελούμε ταυτόχρονα, εγώ ακούγοντας τους διαλόγους, εκείνη διαβάζοντας τους υπότιτλους.

Η Τάνια είναι μία από τους ανθρώπους που γνώρισα στη Λισαβόνα. Δεν μπορώ να πω- σίγουρα αποτελεί μια πόλη η οποία έχει πολλά να προσφέρει σ’ έναν ταξιδιώτη, από αρχιτεκτονική, ιστορική, καλλιτεχνική άποψη. Η δύναμη μιας φωτογραφίας άλλωστε συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον. Άλλη αίγλη έχει μία φωτογραφία σε studio και άλλη έχοντας στο βάθος ένα από τα πολλά, εξαίρετα χρωματισμένα, σπίτια της Λισαβόνας. Όμως μια αυθόρμητη στιγμή, ένα πηγαίο στιγμιότυπο, μια ανθρώπινη ιστορία πάντα προηγούνται σε μία φωτογραφική σειρά ταξιδιού. Τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.

 

2η μέρα, Λισαβόνα

Ο Αρμάντο (website) είναι ειδικός στη ραφή κορσέδων. Τον συνάντησα σε ένα ιδιαίτερο κτίριο το οποίο υποθέτω πως κάποτε αποτελούσε καμπαρέ ή μπορντέλο.

Τη θέση του τώρα έχει πάρει ένα μπαρ και κάποιοι μικροί εμπορικοί χώροι- δωμάτια, όπως το καμαρίνι του Αρμάντο. Πιάνουμε την κουβέντα γύρω από την τέχνη του, μαθαίνω πώς και καταπιάστηκε συγκεκριμένα με τον κορσέ, μου εξιστορεί την επαγγελματική του πορεία.

Αγαπά πολύ αυτό που κάνει και τουλάχιστον για την ώρα μπορεί και συντηρείται από τις προσεγμένες και λεπτομερείς δημιουργίες του. Οι πελάτισσές του είναι συνήθως άνω των τριάντα, μιας και κάτι τόσο ιδιαίτερο είναι και κοστοβόρο (>500 ευρώ).

Είμαι τυχερός. Σε λίγο καταφθάνει μια κοπέλα, ηθοποιός-τραγουδίστρια στο επάγγελμα, για να της πάρει τα μέτρα.

Αφού περάσει το προσχέδιο γύρω της, αρχίζει και σφίγγει σιγά-σιγά τα κορδόνια, ρωτώντας κάθε τόσο αν το νιώθει σφιχτό ή διαχειρίσιμο.

Η διαδικασία δεν αργεί να ολοκληρωθεί. Ευχαριστώ και τους δύο και συνεχίζω τη βόλτα μου.

(…) Δεν είμαι σίγουρος για τους λόγους αλλά αισθάνομαι οικεία. Κάποια πρόσωπα φαίνονται γνώριμα, κάποια όχι τόσο, σίγουρα υπάρχει μια πολυπολιτισμικότητα την οποία δεν συναντάς εύκολα στην υπόλοιπη Ευρώπη, σίγουρα δύσκολα στην Ελλάδα. Ωστόσο η κουλτούρα δεν μου ξενίζει ιδιαίτερα ούτε και οι συνήθειές τους.

Φωνακλάδες και πρόσχαροι, χαμογελαστοί, περισσότερο χαμογελαστοί από εμάς. Ζητώ από διάφορους περαστικούς να μου ποζάρουν. Άλλους τους αφήνω στην ησυχία τους και προτιμώ να αποτυπώσω το αυθεντικό τους πορτρέτο.

(…) Τα σπίτια στο ευρύτερο κέντρο της Λισαβόνας είναι παντού κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ζήτημα να είδα ένα ή δύο ξέχωρα, με αυλή ή έστω κάποιον μικρό κήπο. Πολλά γήινα και ζωντανά χρώματα. Ψηλοτάβανα με διαμπερή παράθυρα. Οι περισσότεροι δρόμοι πέτρινοι, όπως και τα πεζοδρόμια και αναρωτιέμαι στην πρώτη βροχή πώς οδηγούν ή πώς περπατούν, ειδικά στις πολλές ανηφόρες που συναντώ κάθε τόσο. Λίγα δέντρα, ελάχιστα κομμάτια πρασίνου. Το λιμάνι έχει τη χάρη του, τα νερά όχι τόσο. Ο κόσμος αρκετός και κυρίως τουριστικός. Η πόλη είναι καθαρή και δεν έχω συναντήσει ακόμη κανένα αδέσποτο.

 

3η μέρα, Sintra

(…) Η Sintra είναι ένα κυρίως τουριστικό μέρος, ωστόσο θα είχα την ευκαιρία να συναντήσω έναν Γερμανό φωτογράφο που μένει μόνιμα εκεί. Παίρνοντας το τρένο μπόρεσα να περάσω μέσα από τα προάστια της Λισαβόνας, τα οποία και ουδεμία σχέση έχουν με το κέντρο. Κατάλευκες, κακάσχημες πολυκατοικίες πολλαπλών ορόφων ξεπροβάλλουν κυριολεκτικά από παντού και εκείνο που μου κάνει περισσότερο εντύπωση είναι το γεγονός ότι έχουν ελάχιστα και υποτυπώδη μπαλκόνια και κυρίως καθόλου κήπο. Τα προάστια της Αθήνας μπροστά τους φαντάζουν με πεντάστερα bungalows. Η επίσκεψη στα μνημεία της Σίντρα κοστίζει αρκετά. Επέλεξα μόνο ένα, το οποίο και μου είχε κεντρίσει την περιέργεια από πριν, μιας και μου φάνηκε ιδιαίτερα πρωτότυπο.

Μία πέτρινη σκάλα με οδήγησε από το απόλυτα φωτεινό μέρος στο απόλυτα σκοτεινό, ενώ υπόγεια μονοπάτια με κατεύθυναν προς την, ξανά φωτεινή, έξοδο.

(…)  Ο Γερμανός νέος φίλος που απέκτησα μέσω facebook με περιμένει έξω από το κάστρο της Sintra. Με δυσκολία χωράει στο παλιό ford, όπως και εγώ άλλωστε. Μου εξηγεί γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως φωτογράφος στη Γερμανία και να ξεκινήσει ουσιαστικά από το μηδέν στην Πορτογαλία. Του γνέφω με νόημα πως τον καταλαβαίνω. Φτάνουμε σε λίγα λεπτά στο γραφικό χωριό Azenhas do Mar. Το μοναδικό καφέ βρίσκεται κοντά στον “μοναδικό” γκρεμό που βρέχεται από τον Ατλαντικό. Ο ήλιος, ανεξάντλητος, περιορίζει τον χρόνο συζήτησης γύρω από το ψάθινο τραπεζάκι. Αναγκαζόμαστε σύντομα ελλείψει σκίασης να προχωρήσουμε προς τα κάτω. Κατεβαίνω τα σκαλιά για λίγες ακόμη φωτογραφίες, δυο γυναίκες απολαμβάνουν το τοπίο. Ο Τιμ μού προτείνει να κατευθυνθούμε σε μια κοντινή παραλία για surf.

Καθώς περιμένουμε τους φίλους του, βρίσκω την ευκαιρία να παίξω με δύο σκυλιά. “Οι φίλοι μου άργησαν… Ξέρεις τώρα, Ισπανοί…”, μου λέει ο Τιμ και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.

Σαν δύει ο ήλιος τον προτρέπω να κολυμπήσει στον ωκεανό για να αποτυπώσω τη διαδικασία.

“Τα κύματα είναι αρκετά ψηλά για έναν πρωτάρη σαν και μένα”, μου λέει.  “Μην αγχώνεσαι”, του απαντώ. “Βγεις δεν βγεις, το φωτογραφικό αποτέλεσμα θα ‘ναι ιδιαίτερο…”

 

4η μέρα, Beja

(…) Beja…Μία μικρή πόλη στην νότια και κεντρική Πορτογαλία. Το τέρμα των λεωφορείων απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο από το σπίτι που θα μείνω απόψε. Δεν υπάρχει συγκοινωνία μήτε ταξί (Κυριακή μεσημέρι), οπότε αναγκάζομαι να το περπατήσω. Διακρίνω ορισμένες παρέες περίοικων να απολαμβάνουν κρασί ή μπύρα καθισμένοι σε τραπεζάκια υπαίθριων εστιατορίων. Όλοι οι δρόμοι είναι πλακόστρωτοι, όμορφοι μα έχω αρχίσει να ανησυχώ για την κατάσταση της βαλίτσας μου. Φτάνοντας στη διεύθυνση που μου έχει γράψει ο μέχρι τώρα απολύτως άγνωστος οικοδεσπότης, συνειδητοποιώ τα θετικά και τα αρνητικά του couchsurfing. “Δεν πειράζει, εμπειρία κι αυτή”, σκέφτομαι καθώς μειδιάζω.

Το επόμενο πρωί αναχωρώ σχετικά νωρίς. Πριν φύγω για τα νότια παράλια, έχω σχεδιάσει να επισκεφθώ μια έκθεση παραδοσιακών προϊόντων και δραστηριοτήτων της πόλης, η οποία διοργανώνεται κάθε χρόνο. Μπαίνοντας στην έκθεση παρατηρώ με μεγάλη μου λύπη εκατοντάδες πτηνά εγκλωβισμένα σε κλουβιά, αρκετά σε άθλια κατάσταση. Σιχτιρίζω και συντόμως εξέρχομαι του κύριου χώρου. Βγάζω πάλι την κάμερα και περπατώ παραπέρα.

Μια παρέα παραδοσιακά ντυμένων ιππέων έχουν ξεκινήσει την πρόβα τους στην ωχροκίτρινη άμμο. Τους χαζεύω όπως επαναλαμβάνουν ορισμένες επιδείξεις, όπως γελούν ντροπαλά καθώς αντιλαμβάνονται τον φακό.

Στα δεξιά μου, ένας άλλος κύριος φέρνει ενδυματολογικά στον cowboy απο τη γνωστή διαφήμιση.

Ένας μπόμπιρας κρεμιέται στα κάγκελα και περιμένει υπομονετικά την ώρα που ο καβαλάρης θα ξαναπεράσει μπροστά του…

 

5η μέρα, Santa Luzia

(…) Η πρωτεύουσα των χταποδιών. Φτάνω κάπως αργά στο μικρό ψαροχώρι όταν ο οικοδεσπότης μου για τις επόμενες δύο νύχτες, Hugo, με καλωσορίζει στο παραδοσιακό αρχιτεκτονικά σπίτι. Δεν έχει κι εκείνος δυο μέρες που έχει φτάσει στην Πορτογαλία μιας και πολύ πρόσφατα βρήκε δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στην γειτονική πόλη Tavira. Αύριο είναι η πρώτη του μέρα στην πρώτη του δουλειά, όπως με ενημερώνει… Αισθάνομαι κάπως άβολα που τον βάζω σε κόπο κάτω από αυτές τις συνθήκες, μα εκείνος χαμογελά.

Η επόμενη μέρα είναι και πάλι ηλιόλουστη. Το μόνο μου μέλημα είναι η ξεκούραση. Έχω αρχίσει από χθες να ταλαιπωρούμαι στο στέρνο μου, μάλλον από το βάρος της τσάντας και του αδιάκοπου περπατήματος. Κάθομαι στην ταράτσα και χαζεύω το περιβάλλον. Διακρίνω τις εκβολές του ποταμού όπου αναρίθμητα κοπάδια πτηνών τσαλαβουτούν ή κυνηγούν τη λεία τους. Ακριβώς μπροστά μου περνά ένας ποδηλάτης μ’ ένα μεγάλο χταπόδι τυλιγμένο στο δεξί του χέρι. Τον ακολουθώ με τα μάτια μου μέχρι που σταματά σε μια αποθήκη δίπλα στο ποτάμι. Παίρνω την κάμερα και οδηγούμαι σύντομα κοντά του.

Είναι ένας από τους πολλούς ψαράδες που καθημερινά φέρνουν εδώ την ψαριά τους. Η αποθήκη λειτουργεί όπως μαθαίνω με δημοπρασία- οι ενδιαφερόμενοι κοστολογούν την ποσότητα που ζητούν.

Η όλη διαδικασία καταγράφεται στον ηλεκτρονικό πίνακα που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω από τις δεκάδες κάσες γεμισμένες με χταπόδια. Στη συνέχεια κάθε κάσα λαμβάνει ένα τιμολόγιο και έναν αριθμό μέχρι να φτάσει στα φορτηγά και από εκεί στον έμπορο.

“Πάνω από χίλια χταπόδια φεύγουν τη μέρα…Παλαιότερα βέβαια είχαμε περισσότερα. Αναρωτιέσαι για τον αριθμό και το μέγεθός τους, είμαι σίγουρος…”, ένας από τους εργαζομένους με ενημερώνει και χαμογελά. Το ποτάμι και τα πλούσια συστατικά του ευθύνονται για αυτήν την εκπληκτική προσφορά χταποδιού. Οι παγίδες από την άλλη είναι εξαιρετικά απλές. Σε λίγο διώχνουν και την τελευταία παρτίδα. Χτυπά το τηλέφωνό του. “Είναι η γυναίκα μου. Καλή συνέχεια στο ταξίδι σου φίλε μου! Καλό δρόμο…”

 

Τέλος 1ου μέρους

*Για λεπτομερές φωτογραφικό υλικό παρακαλώ κατευθυνθείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο

 

 

***English version***

The following journey took place in October 2016. I had never visited the Iberian peninsula, perhaps because of the impression that I would not experience something so different from Greece, where I come from. For about a month I crossed central and southern Portugal, then Andalusia, the province of Murcia, Valencia and finally Catalonia. I used for the first time two applications that proved to be very useful, couchsurfing and blablacar. I had the opportunity to meet local people, their habits, their temperaments. I also confirmed the belief I had formed on previous trips; you can find friends anywhere around the world, people who will share your joy and enthusiasm, people you have much more in common with than you could ever imagine. Here are some brief notes on the trip along with photographic material.

Day 1, Lisbon

(…) “Bon dia”, I say to her and I salute her. She nods back, somewhat reluctantly. I wonder if I pronounced the words correctly. I repeat my greeting and for a moment she seems to ignore me. She reaches out her cellphone again and types: “Welcome. Where are you from?”. I smile back at her and I type this time on my mobile phone. Her name is Tania. She comes from Sao Paulo. She has been living for the past seven months in Lisbon. She is going to work here till December and then she will go back to her seven years old son. We sit on the small couch, in front of the TV. I am exhausted after so many hours walking and taking photos. It is not easy to visit every single place in Lisbon. However I do not want to waste this moment; we are two complete strangers who are facing a not so familiar situation. Later we watch a Hollywood movie and laugh at the same time, me listening to the dialogues while she is reading the subtitles. Tania is one of the people I met in Lisbon. Without argue, it is certainly a city that has lots to offer from an architectural, historical and artistic point of view.

Day 2, Lisbon

(…) I’m not entirely sure why, but I feel like home. Some people seem familiar, some not so, certainly there is a multiculturalism that you do not usually meet around Europe, definitely not in Greece. However, their cultures do not feel strange to me.

People here are so loud and cheerful, smiley, more smiley than us. I ask various pedestrians to pose for me. Others I prefer not to disturb while trying to capture their authentic portrait.

(…) Almost none of the houses in the center of Lisbon are actually detached. As a matter of fact I barely saw one or two houses away from each other, with a yard or at least a small garden. Their colors earthy and vibrant, with high ceilings and huge windows. Most roads and sidewalks are made of stone, and I wonder how do people drive or walk during autumn rainfalls, especially on the many hills of this city. Few trees here and there and even fewer places of vegetation. The harbor is truly picturesque, the water not so much. It is really crowded; most of them are tourists. The city is clean and I have not yet encountered any stray animals.

Day 3, Sintra

(…) My new German friend, whom I met via Facebook, awaits for me outside the castle of Sintra. He barely fits into an old Ford, me neither. He explains to me why he decided to leave his job as a photographer in Germany and start practically from scratch in Portugal. I nod along. We arrive in a few minutes in the charming village of Azenhas do Mar. The only coffee place is located at the edge of a giant cliff and faces the Atlantic. The vast sunshine limits our chat around the vintage bench and we are soon forced in the absence of shading to move further down. I find myself next to the sea level for a few more pictures; two women seem to enjoy the scenery. Tim suggests that we should get to a nearby surf beach and I happily agree.

As we wait for his friends, I seize the opportunity to play fetch with two dogs. “My friends are late… You know, Spaniards, Greeks, you are all the same…”, Tim says and we both laugh. As the sun sets, I urge him to swim in the ocean so I can capture the moment.

“The waves are very high for for a rookie like me,” he says. “Do not be afraid,” I reply. “The photographic result will be either way special…”

Day 4, Beja

(…) A small town in south central Portugal. The bus terminal is about one kilometer away from the house that I will be staying tonight. There is neither public transport nor a cab (Sunday afternoon), so I’m forced to walk. I see some groups of people enjoying their wine or beer, sitting outside. The cobblestone roads are beautiful but I’m beginning to worry about the condition of my suitcase. Upon arriving at the address which the mysterious host has given to me, I realize the positive and negative aspects of couchsurfing. “Well, what the heck!” I think to myself and I smile. Early next morning I am ready to go. Before I leave Beja for the southern coast, I plan to visit the annual exhibition for traditional products and activities outside town. Entering the exhibition I notice with great regret hundreds of birds trapped in cages, in a rather miserable state. I swear and I immediately exit the main area of the exhibition. Holding the camera again and walking even further I see a group of traditionally dressed horse riders having their rehearsal begun in the pale yellow sand. I watch them as they repeat some demonstrations; they timidly smile when they notice my camera. To my right, a man looks like the cowboy from the famous ad.

Day 5, Santa Luzia

(…) The capital of octopuses. I arrive at dawn in the small fishing village when my host for the next two nights, Hugo, welcomes me to his traditional home. He came to Portugal two days ago as he recently found a job at a hotel, in the nearby town of Tavira. Tomorrow is his first day in his first job, as he informs me… I feel a little uncomfortable that I put him in such a trouble under these circumstances, but his kindness and hospitable aura help me relax. The next day is sunny again. What concerns me is my stamina, as since yesterday I feel some random pain in my chest, which is probably caused by the weight of the bag and the continuous walk. I sit on the terrace and stare at the surroundings. I can see parts of the river where countless flocks of birds swim or chase their prey. Just around the corner a cyclist passes by with a big octopus wrapped in his right hand. I watch him until he stops in front of a warehouse next to the river. I grab the camera and soon after I stand in front of him. He is one of the many fishermen who every day bring their catch here. The warehouse works, as I discover, by auction; buyers put their price on their demand.

The whole process is recorded on the electronic panel that is placed over the dozens of octopus-filled baskets. Each basket receives then an invoice and a number before it reaches the trucks and finally its buyer. “Over a thousand octopuses are sold every day… In the past sales were even grater as well as the product of course. You wonder about their number and size, I’m sure…”, one of the employees turns to me and smiles. As he enlightens me, the river and its rich ingredients are suitable for the octopuses to thrive. Traps on the other hand are extremely simple. Within an hour, they dispatch the last basket. He’s tapping his phone. “That’s my wife. Good luck on your journey, my friend! Have a safe trip back home…”

One thought on “Journey to Portugal

Leave a comment