Κιμωλια

Έτοιμος. Για την ακρίβεια σχεδόν έτοιμος. Τελευταίες ώρες πια σ’αυτό το σπίτι.

“Πότε πέρασαν τρία χρόνια…”, συλλογιέται. Επιχειρεί να μετρήσει πόσα σπίτια έχει αλλάξει μέχρι τώρα. Ίσως περισσότερα από είκοσι.

Δεν είναι σίγουρος τι είναι αυτό που τον κάνει να αποχωρίζεται αδιάκοπα. Όχι, δεν βαριέται- άλλωστε κάθε τόπος δεν είναι αρκετός ούτε για μια ολόκληρη ζωή. Και όχι τόσο ο τόπος όσο οι άνθρωποι.

Είναι μερικές φορές σαν να προκαλεί τον εαυτό του. Σαν να λέει: “Καλά ήταν αλλά μπορείς και καλυτέρα. Πάμε πάλι…” Άλλωστε οι πρώτες οι φορές, οι δύσκολες, πέρασαν. Πλέον ξέρει τις συμβουλές, τις λύπες, τις ελάχιστες πραγματικές ευχές. Κάθε φορά σιγοψιθυρίζει: “Η ζωή μου είναι ταξίδι ή ταξίδι είν’ η ζωή μου;”

Ψάχνει να βρει την κιμωλία που του χάρισε κάποτε ο πατέρας του.  “Εδώ γιε μου, εδώ, βάλε το σημάδι σου στο παντοτινό σου σπίτι!”  Πού να ’ξερε ο καημένος ο γέρος του ότι οι λέξεις «για πάντα» ήταν οι μοναδικές που έκαναν τον γιο του ν’ ανατριχιάζει. Συνεχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες του και ξάφνου μειδιάζει. “Εδώ είσαι! Είπα και γω, λες να σε ’χασα; Οι παραδόσεις, αυτές τουλάχιστον, πρέπει να μένουν!”

Όλα είναι έτοιμα. Κατεβαίνει από τη μηχανή, στέκει στην πόρτα…Χαμογελά.

kimolia

Επιστροφη

Γυρίζω εκεί όπου μεγάλωσα·
πάνε χρόνια αρκετά σαν αντίκρισα τούτη τη γη.
Οι συνθήκες τα έφεραν έτσι που στο τέλος αποφάσισα
άλλους τόπους και μέρη να αποσκοπώ να γνωρίσω.

Τα πρόσωπα που ήξερα πλέον δεν υπάρχουν
Εκείνοι που μεγάλωσα ζουν- αν ζουν- πια μακριά.
Περπατώ προς το σπίτι κρατώντας τη βαλίτσα
την ίδια που γέμισα ρούχα την πρώτη φορά.

Περπατώ και αντικρίζω παιδιά να γελάνε,
μητέρες περήφανες για τις σκανταλιές των μικρών τους.
Προσπαθώ να καταλάβω ποια γλώσσα μιλάνε, μα δεν τα καταφέρνω.

Τι πειράζει? Η ομορφιά ειν’ αυτή που θα μείνει για πάντα…

 

Dordrecht (2012)