Κιμωλια

Έτοιμος. Για την ακρίβεια σχεδόν έτοιμος. Τελευταίες ώρες πια σ’αυτό το σπίτι.

“Πότε πέρασαν τρία χρόνια…”, συλλογιέται. Επιχειρεί να μετρήσει πόσα σπίτια έχει αλλάξει μέχρι τώρα. Ίσως περισσότερα από είκοσι.

Δεν είναι σίγουρος τι είναι αυτό που τον κάνει να αποχωρίζεται αδιάκοπα. Όχι, δεν βαριέται- άλλωστε κάθε τόπος δεν είναι αρκετός ούτε για μια ολόκληρη ζωή. Και όχι τόσο ο τόπος όσο οι άνθρωποι.

Είναι μερικές φορές σαν να προκαλεί τον εαυτό του. Σαν να λέει: “Καλά ήταν αλλά μπορείς και καλυτέρα. Πάμε πάλι…” Άλλωστε οι πρώτες οι φορές, οι δύσκολες, πέρασαν. Πλέον ξέρει τις συμβουλές, τις λύπες, τις ελάχιστες πραγματικές ευχές. Κάθε φορά σιγοψιθυρίζει: “Η ζωή μου είναι ταξίδι ή ταξίδι είν’ η ζωή μου;”

Ψάχνει να βρει την κιμωλία που του χάρισε κάποτε ο πατέρας του.  “Εδώ γιε μου, εδώ, βάλε το σημάδι σου στο παντοτινό σου σπίτι!”  Πού να ’ξερε ο καημένος ο γέρος του ότι οι λέξεις «για πάντα» ήταν οι μοναδικές που έκαναν τον γιο του ν’ ανατριχιάζει. Συνεχίζει να ψαχουλεύει μέσα στις τσέπες του και ξάφνου μειδιάζει. “Εδώ είσαι! Είπα και γω, λες να σε ’χασα; Οι παραδόσεις, αυτές τουλάχιστον, πρέπει να μένουν!”

Όλα είναι έτοιμα. Κατεβαίνει από τη μηχανή, στέκει στην πόρτα…Χαμογελά.

kimolia